Τώρα που κατακάθισε η μιντιακή λαίλαπα του Reflektor, είναι ευκαιρία μέχρι και για εμάς που μείναμε ασυγκίνητοι ακόμα και με τις «ιστορίες προαστίων» τους, να εκτιμήσουμε από την αρχή τον δυναμικό πυρήνα των στιλιστικών αγωνιών των πολυβραβευμένων Arcade Fire. Οι ανάγκες του soundtrack της τελευταίας ταινίας του Spike Jonze, δίνουν την ευκαιρία στους Καναδούς να απαγκιστρωθούν από τα υπερφορτωμένα magnum opus που ξαμολούν ανά διετία στους ορκισμένους fans και να ερμηνεύσουν με θέρμη τα πρωτότυπα μουσικά μοτίβα δωματίου που έφτιαξαν για το Her ο «δικός τους» William Butler, παρέα με τον Owen Pallett. Οι οποίοι τα καταφέρνουν θαυμάσια, αναπτύσσοντας εσωστρεφή ηχητικά τοπία, με την απουσία στίχων να μην μειώνει σε τίποτα τη γοητεία τους.

Το score είναι ταγμένο στον γνήσιο μελοδραματισμό, με πυξίδα την καλαισθησία και τον μινιμαλισμό. Χωρίς να επαναλαμβάνονται ούτε στιγμή, τα ανάγλυφα οργανικά υγραίνουν τα μάτια και έρχονται σε πλήρη χημική ένωση με το ψυχρό αστικό περιβάλλον ψηφιακής αποξένωσης το οποίο φιλοτέχνησε ο Jonze στην καλά μελετημένη ταινία του. Οι ποικίλες ηχητικές υφές που έχουν ως αφετηρία τα πλήκτρα έρχονται σε φυσική αλληλουχία με τις αστικές νευρώσεις, με τον ιδρυματισμό των social media, με το τραύμα της απόρριψης και με τις αλλοτριωμένες σεξουαλικές ανάγκες των ηλικιών 30-40. Και οι ψύχραιμες αλλαγές στη διακύμανση των μοτίβων προσδίδουν βάθος, επιτυγχάνοντας το ξεμπρόστιασμα όλων των γλυκερών soundtracks του Χόλυγουντ.

Όμως, παρά τις ήπια σκοτεινές πλευρές που ξεδιπλώνονται, η μουσική ακούγεται ανέλπιστα ευοίωνη. Με mid-tempo υλικά, με shoegaze μετρονομία και με αλάνθαστο κριτήριο της χρήσης του ορχηστρικού σταγονόμετρου στις εντάσεις, χτίζει μια ονειρική διέγερση, αδιαφορώντας για το εφέ που θα πρόσφερε ένα υπέρβαρο κρεσέντο. Οι Butler & Pallett μετουσιώνουν την έμπνευσή τους σε ντελικάτες διαδρομές, ενώ οι ιδέες τους αναδεικνύονται ανθεκτικές ώστε να χωράνε στα πλάνα και χωρίς να πετάγονται σαν συναισθηματικά εξογκώματα κατά τη θέαση της ταινίας. Δίνοντας την ευκαιρία στους Arcade Fire ν' αποδείξουν, πως πέρα από crowd pleasers, είναι και ανέλπιστα εύστροφοι ως μοντερνιστές.

Η μουσική χρησιμοποιείται λοιπόν εδώ από τους Καναδούς σαν ρυθμικό εργαλείο για να εξημερώσει το πνιγηρό αίσθημα μοναξιάς των ηρώων του Jonze. Τα μελωδικά της αναπτύγματα ανασύρουν την παράξενη γοητεία του μητροπολιτικού χάους της ταινίας, εξυγιαίνουν τον καταραμένο πόνο που κουβαλάει η δυστοπική ερωτική σχέση της ιστορίας, υπογραμμίζουν την αθόρυβη συμπόνια του σκηνοθέτη για το άυλο δέσιμο του ήρωα με το προχωρημένο λογισμικό που δίνει ζωή στη δυσλειτουργική καρδιά του και χαρτογραφούν την ψυχοφθόρα κάθοδο στον μικρό θάνατο που φέρνει κάθε δυσβάστακτος χωρισμός.

Τα επί μέρους κομμάτια του score λειτουργούν σαν καθημερινά μουσικά ιντερλούδια για ανθρώπους οι οποίοι νιώθουν ασφάλεια μόνο φορώντας τα ακουστικά τους στο τρένο. Αυτούς που κάθονται στις πίσω θέσεις στις συναυλίες και μόνοι τους στον εξώστη του σινεμά, όσων δεν τέμνονται πουθενά με τη σημειολογία του επίκαιρου coolness, βαδίζουν γρήγορα στο κέντρο της πόλης, νιώθουν αμήχανα όταν προκαλούν τα βλέμματα· αυτούς που αναγνωρίζουν τους ομοίους τους με μια ματιά, σαν να ανήκουν σε μια μη αναγνωρισμένη φυλή· αυτούς που τα καλύτερα χαμόγελά τους χαραμίστηκαν μπροστά στην οθόνη του smartphone· αυτούς που ξέρουν ότι ο έρωτας δεν καιροφυλακτεί στα σοκάκια, οπότε τον κυνηγούν γιατί δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς –όλοι μαζί, σαν αλληλοσυγκρουόμενες μαύρες ψηφίδες σε αστικούς χάρτες.

Τέτοιοι άνθρωποι δεν θα γίνουν ποτέ το επίκεντρο της ίδιας της ιστορίας τους, όπως και το hype των Arcade Fire δεν είναι η κινητήριος δύναμη πίσω από το εν λόγω soundtrack, όπως και ο ήρωας του Her δεν ήταν το «μισό» του ερωτικού πάθους που έζησε με αυτή τη φωνή η οποία ψιθύριζε κάθε μέρα στον εγκέφαλό του.

 

{youtube}ijCcRWNwieg{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured