Βολέψου ραχάτικα και αναλογίσου την Ελλάδα ως χώρα πιο εξωτική από όσο φαντάζει σήμερα στο μυαλό των Δυτικών, στην εποχή του ευρώ και της Ένωσης. Νεαρός Αγγλοσάξονας έρχεται λοιπόν τουρίστας το Δεκαπενταύγουστο, πέφτει σε χωριάτικο πανηγύρι και –εν μέσω φτηνής λάγκερ και κοψιδιών– ανακαλύπτει τη Φιλιώ Πυργάκη, τη Σοφία Κολλητήρη ή τη Γωγώ Τσαμπά να χαλάει κόσμο με το "Δεν Σου Κάνω Τον Άγιο". Αγοράζει ένα CD ηχογραφημένο λάιβ, το παραχώνει ανάμεσα στις βερμούδες και, μετά από μερικά μπάνια, παίρνει την πτήση της επιστροφής.
Στη πατρίδα, βάζει το «εξωτικό» CD στην εκπομπή του στο web radio (όλοι δείχνουν να έχουν μία πλέον) και τούτη η άτσαλη, άτεχνη, συμπούρμπουλη συμπόρευση δημοτικών και ποπ δημιουργεί ένα «sensation», όπως το λένε εκεί: καγκέλια και σίνθια, ηλεκτρικές κιθάρες δίπλα στα κλαρίνα, τσάμικα με ποπ χρώμα, ένας χαμός... Βρίσκουν μετά οι εξέκιουτιβ τη λεγάμενη, τη μπάζουν σε ένα άρτια εξοπλισμένο Δυτικό στούντιο με έναν πρωτοκλασάτο παραγωγό και της λένε κάνε το κόλπο σου, «but with a twist». Την πιάνει μετά και η Björk, ο Damon Albarn, ο Jay-Z (που τα έχει ξανακάνει αυτά, α-λα-πακιστανικά) για κανά support ή συνεργασία και ιδού ένα φαινόμενο.
Τηρουμένων των αναλογιών, ο Omar Souleyman δεν βρίσκεται πολύ μακριά από την παραπάνω διήγηση. Και αμέσως-αμέσως γεννιούνται πλήθος τα ζητήματα, για την κριτική, για την αυθεντικότητα, για τον εξωτισμό στην ποπ κουλτούρα· όρεξη να 'χεις να συζητάς, όσο τα πλήθη θα λικνίζονται στο "Warni Warni". Ακόμα και ζητήματα απήχησης ως προς το φύλο θέτονται: ο Στυλιανός Τζιρίτας λ.χ. έχει αυτήν τη θεωρία ότι ο Souleyman στην Ελλάδα αποτελεί αντρικό κόλπο, καθώς τα λιγότερο ή περισσότερο ανοιχτά και εξοικειωμένα με την ανατολίζουσα διασκέδαση στη χώρα μας θηλυκά δεν θα εντυπωσιαστούν.
Πράγματι, σε μια χώρα όπου δεν έγινε ποτέ σουξέ το "Galvanize" των Chemical Brothers, ο Omar Souleyman δεν δείχνει ως κάτι τόοοσο ξεχωριστό. Οι χίπστερ μόνο άκουσα να τον συζητούν, μια μικρή δηλαδή αριθμητικά κοινότητα που συναισθηματικά επιδιώκει να απέχει από την ελληνικότητα, στην οποία ο Σύριος έφτασε ως αντανάκλαση των διεθνών τεκταινόμενων. Την ίδια στιγμή, ο (ενημερωμένος) Έλληνας μουσικοκριτικός βρίσκεται σε λιγότερο δυσχερή θέση από τον όποιον συνάδελφο σε Λονδίνα και Pitchfork headquarters, απέναντι στο WenuWenu: κατανοεί λίγο πιο άμεσα τον κόσμο από όπου προέρχεται ο Souleyman, καθώς είναι αρκετά συγγενής με εδώ πράγματα που συνεχίζουν να αφορούν τις μάζες. Ελάτε τώρα, ακόμα και ο πιο χίπστερ της παρέας έχει πάει σε γαμήλια γλέντια –παίζει δε να έχει δει και καμιά Χαρά Βέρρα live...
Παραδέχομαι ότι παρλάρω για τα γύρω-γύρω κι αποφεύγω το δια ταύτα. Γιατί με αφήνει με μια αμηχανία το WenuWenu. Από τη μία, έχω την αίσθηση ότι ο Souleyman μπήκε στα νεοϋορκέζικα στούντιο με τον τρόπο που μπήκε κάποτε και ο Charley Patton, όταν τον ανακάλυψε η δισκογραφία: μας άφησε εξαιρετικές ηχογραφήσεις γιατί ήταν σπουδαίος, αλλά σε καμία περίπτωση δεν απεικόνισε σε αυτές το εύρος του ρεπερτορίου του κι εκείνο το «κάτι» που τρέλαινε τις κυρίες της εποχής στα υπαίθρια πανηγύρια όπου έγινε σταρ. Όπως δηλαδή η τότε δισκογραφία ήθελε τον Patton μπλουζίστα, έτσι και οι νυν ιθύνοντες θέλουν τον Souleyman γλεντζέ Ανατολίτη και όχι αοιδό της παράδοσης Attaba. Κάτι δεν κάθεται λοιπόν πολύ καλά, αν και δεν μπορώ να το αποδείξω: χρειάζεται εντρύφηση σε άπειρα άλμπουμ βγαλμένα σε τοπική κλίμακα και μόνο σε κασέτες, στα οποία κανείς Δυτικός κριτικός δεν διαθέτει πρόσβαση, ψέματα να μη λέμε στον κόσμο.
Από την άλλη, βρίσκομαι νομίζω σε πιο στέρεο έδαφος όταν λέω ότι ο Four Tet δεν έκανε προχειροδουλειές στην παραγωγή. Πρόσεξε πολύ τον ηλεκτρονικό καμβά τον οποίον φόρεσε στο εξηλεκτρισμένο συρο-τουρκο-κουρδικό χαρμάνι ήχων του Omar Souleyman (λέγεται dabke), φαίνεται να μελέτησε το κόλπο του και δεν θέλησε ούτε να τον καπελώσει, ούτε να τον θέσει σε πιο καλλιτεχνίζουσες τροχιές «εξερεύνησης».
Διττό το αποτέλεσμα μιας τέτοιας προσέγγισης: η μεν μινιμαλιστική λογική του Four Tet κράτησε έναν κρίσιμο πυρήνα αυθεντικότητας, η δε «ασφαλής» οδός μάλλον στρογγυλοποίησε μερικά πράγματα. Τουλάχιστον με μια τέτοια εντύπωση έμεινα, κρίνοντας από μια πρόχειρη σύγκριση με υλικό του Souleyman το οποίο έχει εκδοθεί στη Sublime Frequencies. Ρίχτε αν θέλετε και μόνοι σας ένα αυτί και δώστε έμφαση στο πώς ηχεί το ηλεκτρικό σάζι του Ali Shaker στο HighwayToHassake (υλικό από κασέτες μεταξύ 1994 και 2006) και κυρίως στο πώς ακριβώς φτιάχνει το beat ο Rizan Sa'id –δεν υπάρχει μια «αρκουδιά» που κάπως λείπει εδώ;
Και πάλι βέβαια δεν αλλάζει το βασικό συμπέρασμα για το WenuWenu: φίνος ο Omar Souleyman, ωραία η νότα την οποία προσθέτει στα σύγχρονα ποπ και ηλεκτρονικά που ακούμε, καλή αφορμή μας δίνει να ρίξουμε μια ματιά στο πώς διαμορφώνεται η παγκόσμια λαϊκοπόπ στον 21ο αιώνα, γαμώ θα τα περάσουμε στο Gagarin την άνοιξη...
{youtube}lVlgMEFu1PI{/youtube}