Γιατί την εορταστική συλλογή της Sinnbus για τα 10 της χρόνια, από όλες τις υπάρχουσες συλλογές του τύπου «βρίσκω μια ημερολογιακή αφορμή για να σου συστήσω επί τροχάδην τον κατάλογό μου»; Τι δικαιολογεί τη δική της παρουσίαση στις κριτικές ενός μέσου που συνήθως δεν ασχολείται με κυκλοφορίες μη περιέχουσες αυθεντικό υλικό;
Πράγματι, δεν οφείλεται απλά και μόνο στη μουσική –αν και η βαθμολογία θα πρέπει να σας προϊδεάζει για το ότι η αξία της εδώ μουσικής συνιστά σοβαρή παράμετρο υπέρ. Έχει κυρίως να κάνει με το γεγονός ότι στο Sinnbus Rec Vol. 10 συνοψίζεται η επιτυχημένη διαδρομή ενός label εξειδικευμένου στις σύγχρονες μορφές ποπ, ροκ και ηλεκτρονικού DIY, το οποίο δρα έξω από το προνομιακό αγγλοσαξονικό πεδίο. Υπάρχει λοιπόν εδώ μια μενταλιτέ που μπορούμε κι εμείς να συναισθανθούμε, αφού και η δική μας DIY παραγωγή τοποθετείται εκτός. Και «εκτός» –όσο ίσως κι αν θέλουμε να το εξωραΐζουμε βαφτίζοντάς το «περιφέρεια», «παρυφές» κτλ.– σημαίνει μια σειρά από σοβαρά προβλήματα, σημαίνει φράγματα συνήθως ανυπέρβλητα, επηρεάζει δε τελικά και τη φόρμα μα και την ποιότητα της παραγόμενης μουσικής. Επιλέγεις ας πούμε να τα λες αγγλικά γιατί ονειρεύεσαι να μπεις «εντός» ή επιλέγεις να ξεπατικώσεις τα αγγλικά/αμερικάνικα/αυστραλιανά πρότυπά σου γιατί οι εξελίξεις από τα '00s κι έπειτα ευνόησαν τα λεγόμενα συγκροτήματα-φωτοτυπίες.
Η βερολινέζικη Sinnbus φτάνει λοιπόν στα 10 χρόνια παρουσίας και αποδεικνύεται βιώσιμη, παρά το μικρό της βεληνεκές, παρά το ότι στο ρόστερ της δεν εντοπίζεται ούτε καν κάποιο «μικρομεσαίο» όνομα. Και βγάζει μια συλλογή που θα μπορούσε να κοντράρει στα ίσα μια αντίστοιχη με τα λ.χ. καλύτερα της Inner Ear –η οποία, όμως, είχε και έχει και ορισμένα διόλου μικρομεσαία ονόματα. Η παρουσία και μόνο λοιπόν του Sinnbus Rec Vol. 10 αποτελεί δείκτη ότι η DIY φάση είναι πιο υγιής στη Γερμανία: αναπνέει περισσότερο, μπορεί να τροφοδοτήσει μια σκηνή (ζητώ συγγνώμη από τους συναδέλφους που τόσο έχουν κοπιάσει να πείσουν εσάς, τους αναγνώστες, για την εγχώρια σκηνή, αλλά τέτοιο πράγμα δεν υφίσταται), αυτή η σκηνή βρίσκει κοινό αρκετό για να τη συντηρήσει.
Το περιεχόμενο ωστόσο του Sinnbus Rec Vol. 10 δείχνει και κάτι ακόμα, το οποίο κατά τη γνώμη μου έχει μεγαλύτερη σημασία: πολλά από τα εδώ ονόματα μετέχουν στις διεθνείς ποπ, ροκ, ηλεκτρονικές –ή και όλα μαζί, ταυτόχρονα– τάσεις δίχως να αποτελούν φτηνότερα αντίγραφα ακριβών αγγλοσαξονικών πορσελάνων. Μπορεί ο συνολικός τους ήχος να μην πρωτοτυπεί, μπορεί η γενικότερη στάθμη να απέχει από το οτιδήποτε συγκλονιστικό, ίσως δε σε ορισμένες περιπτώσεις η DIY φιλοσοφία να γίνεται απλά η κρυψώνα του καραμέτριου. Εντοπίζεται ωστόσο ικανή δόση περσόνας. Τσεκάρετε λ.χ. το ολόφρεσκο "The Gold Route" των Unmap, το remix των La Boum Fatale στο "Phobia" των Me And My Drummer, τους Hundreds ("Machine", "Fighter"), τη συνεργασία Bodi Bill & Siriusmo για το "I Like Holden Caulfield", το "It's True" των The/Das, τη λάιβ δυναμική των SDNMT όπως αποτυπώνεται στο "Native Sneaker", το "Hands" των We vs. Death ή τη lo-fi ποπ οπτική του Αμερικανού τραγουδοποιού Troy Van Balthazar ("Son Of Magnificent").
Δεν είναι λοιπόν απλά ότι συμβαίνει στη Γερμανία, μα και το ότι κάπως αλλιώς το κάνουν οι Γερμανοί (ή, για την ακρίβεια, οι ηχογραφούντες στη Γερμανία). Ίσως φταίει το δυνατό ηλεκτρονικό υπόβαθρο της χώρας, ίσως πάλι φταίει και το ότι η ποπ/ροκ οπτική δεν κοιτάζει μόνο τα τεκταινόμενα προς Αγγλία και Αμέρικα, μα δείχνει καλά εξοικειωμένη και με τη σκανδιναβική σχολή –με ειδική μνεία στην Ισλανδία. Γεγονός πάντως παραμένει πως ένα label σαν τη Sinnbus δικαιώνεται για την επιλογή του υπέρ της προσωπικότητας και του χαρακτήρα. Υπάρχει έτσι πιστεύω σ' αυτήν την όμορφη συλλογή για τα 10 χρόνια της ένα γερό μάθημα για πολλούς υπερμάχους του DIY στην Ελλάδα. Και μουσικούς, μα και γραφιάδες.
{youtube}BC0l6wGFuZ8{/youtube}