Στον John Mayer πάει νομίζω το στέτσον, εκείνος όμως μάλλον διστάζει να το φοράει. Αναλόγως, διστάζει –σταθερά, σταθερότατα– να αφήσει την τραγουδοποιία του να περάσει μερικές παθιασμένες βραδιές με την country, αντί απλά να φλερτάρει μαζί της. Ίσως γιατί από τα 20.000.000 άλμπουμ τα οποία έχει πουλήσει μέχρι σήμερα τα μισά είναι στην πατρίδα και τα μισά στον υπόλοιπο κόσμο, όπου η country ισούται με τη βλαχιά; Θα παίξω τα λεφτά μου σε αυτό, καθώς τέτοια πράγματα δείχνουν σημαντικά στον κόσμο του John Mayer: είναι άλλωστε ένας καλλιτέχνης επιβεβλημένος στο αμερικάνικο mainstream, ένας από τους μεγαλύτερους αστέρες που ανέδειξε η δεκαετία των '00s, το βάρος του οποίου ζυγίζεται σε πλατίνα.

Κι έχω κι άλλα ζητήματα με τον 35χρονο τραγουδοποιό από το Κονέκτικατ, τα οποία φέρνει ξανά στο προσκήνιο αυτό το νέο του άλμπουμ. Πώς γίνεται, αναρωτιέμαι, ένας τύπος που βγαίνει και μιλάει ανοιχτά για το σεξουαλικό κομμάτι των σχέσεών του με την Jessica Simpson και την Jennifer Aniston (σε βαθμό απρέπειας) και αδυνατεί να καταλάβει πόσο άσχημο φαντάζει στη σύγχρονη Αμερική να χρησιμοποιείς τη λέξη «nigger», να γράφει –σταθερά, σταθερότατα– όλα τούτα τα ήσυχα ερωτοτράγουδα, τα ευαίσθητα κιθαροτράγουδα, τα οποία ερμηνεύει έτσι γλυκά, απαλά, ψιθυριστά; ΟΚ, όσον αφορά στις ερμηνείες να λάβω υπ' όψιν μου την εγχείρηση που έκανε στον λάρυγγα πριν την κυκλοφορία του Paradise Valley, αλλά πώς να μη μετρήσω εξίσου το πόσο κοντά ηχεί το τελευταίο στον προκάτοχό του Born And Raised (2012), όταν δεν είχαν ανακύψει τέτοια θέματα; Όχι, θα επιμείνω: υπάρχει μια αντίφαση εδώ. Κάτι το κίβδηλο.

Βάλε τώρα και τούτη την καταραμένη εμμονή στη φόρμα. Αυτή την πολυφορεμένα πολυσυλλεκτική φόρμα με τις μετρημένες δοσολογίες country, εξηλεκτρισμένης folk και λίγης γαλανομάτας soul (ή, αν προτιμάτε, soul των λευκών), η οποία καταλήγει με μαθηματική ακρίβεια σε μια τραγουδοποιία τυπική της σχολής παίρνω-την-κιθάρα-μου-και-σας-τα-λέω. Μια τραγουδοποιία που (σταθερά, σταθερότατα) στρογγυλεύει τις γωνίες και καθαρίζει τις παραγωγές απ' ό,τι θα μπορούσε να κάνει τα άσματα λίγο πιο διαφορετικά, λίγο πιο περιπετειώδη.

Κι όμως, εκεί στην τελική στροφή κι ενώ τον πας για καρατόμηση τον μίστερ Μάγιερ, εκείνος σου τη φέρνει. Το κάνει λίγο-πολύ από την αρχή της καριέρας του, το ξανακάνει και τώρα στο Paradise Valley. Θες με το γνήσια «νότιο» χρώμα των "Wildfire" και "You're No One 'Til Someone Lets You Down"; Θες με το γεγονός ότι φωνάζει την Katy Perry για ντουέτο ("Who You Love?"), αλλά τη βάζει να κάνει τα δικά του; Θες επειδή καταφέρνει να μην εκτεθεί εκεί που τον έχεις σίγουρο ότι θα την πατήσει τη μπανανόφλουδα (στη διασκευή του "Call Me The Breeze" του J.J. Cale); Θες γιατί βρίσκει τον τρόπο να σου τραγουδήσει τα κοινότοπα λογάκια του "I Will Be Found (Lost At Sea)" και του "Dear Marie" με μια φλόγα που βρίσκει με τη μία την πολυπόθητη συναισθηματική ευθεία προς τον ακροατή;

Κάπου λοιπόν μέσα στο μεσοβέζικο μπουρδούκλωμα που έχει στείλει τον John Mayer στον εμπορικό αφρό των Η.Π.Α. των ημερών μας, υπάρχει μια ποσότητα ταλέντου. Κάπου στο βάθος δοσολογιών, φόρμουλων, μανατζερίστικων χτισιμάτων προφίλ και τα λοιπά, υπάρχει ένας τραγουδοποιός με ρίζες στο μεγάλο υπερατλαντικό songbook. Ίσως κάποτε, αν αποφασίσει να επενδύσει στη γραφή του τον χρόνο που για την ώρα επενδύει στο πλασάρισμά του και σε εκείνο που σέρνει καράβι, ν' ακούσουμε και κάτι πιο ενδιαφέρον...

{youtube}-DrsDWrvYms{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured