Θα ήθελα να βρίσκομαι από μία μεριά να δω τα μούτρα όσων αποθέωσαν το προηγούμενο άλμπουμ των These New Puritans, κατατάσσοντάς το στα καλύτερα του 2010 –και δικαίως βέβαια, επρόκειτο για σπουδαίο δίσκο, που ισορροπούσε περίφημα ανάμεσα στην εξωστρέφεια της ροκ μουσικής και στην ανάγκη ενός δημιουργού να παρουσιάσει κάτι διαφορετικό, με πειραματική διάθεση και μεταλλακτικό χαρακτήρα– όταν θα ακούσουν αυτό το νέο τους πόνημα. Τους είχαμε δει και στη χώρα μας τότε (τον Δεκέμβρη) και είχαμε βγάλει το καπέλο στον Jack Barnett και την παρέα του: παραήταν έξυπνο αυτό που έκαναν με τα τραγούδια του Hidden και κάλυπτε πολλά από τα κενά που αποφασίζει να αναπληρώσει ένας σκεπτόμενος ακροατής ανεξάρτητης ποπ ή/και ροκ μουσικής βάζοντας να ακούσει ένα άλμπουμ, ή στέκοντας μπροστά σε μια συναυλιακή σκηνή. Έκρυβαν δύναμη τα κομμάτια τους, έδειχναν αρετές τις οποίες διαπιστώνεις σε δουλειές με πιο έντεχνο εκτόπισμα, έμοιαζαν άμεσοι σαν κάθε μπάντα που σέβεται τη θέση της μέσα σ’ ένα περιβάλλον που παίζει αναπόφευκτα με (μετριοπαθείς έστω) εμπορικούς όρους. Ταυτόχρονα, πρόδιδαν πως δεν δίνουν δεκάρα για τις συμβάσεις, κινούμενοι μέσα στα σύνορα ενός κόσμου που έχουν ορίσει μονάχα οι ίδιοι.

Δίπλα και παράλληλα με όλα αυτά, υπήρχε και το πρώτο τους άλμπουμ, το Beat Pyramid του 2008. Δεν ταρακούνησε τα νερά της σύγχρονης ποπ σκηνής στον βαθμό που θα όφειλε, κανείς όμως δεν μπορούσε να ρίξει το φταίξιμο αποκλειστικά στον δίσκο και στο γκρουπ που τον ηχογράφησε: ήταν κι εκείνο ελαφρώς δύστροπο. Έπαιζε με τους δικούς του κανόνες κι όσοι το ανακάλυψαν είχαν να μιλάνε για μια εξαιρετική δουλειά η οποία, όπως και δεκάδες άλλες, ξέφυγε από το ραντάρ της μάζας και δεν βρήκε την απήχηση που της άξιζε. Σιγά το νέο με άλλα λόγια… Η εφημερίδα NME είχε εντωμεταξύ χρίσει το Hidden άλμπουμ της χρονιάς για το 2010, θέλοντας να δώσει ποιοτικό άλλοθι στην ύλη του και να μας πείσει ότι ο ροκ εν ρολ ηδονισμός που πρότεινε σαν τρόπο ζωής εσχάτως όφειλε να έχει και αγνό καλλιτεχνικό –κι ως εκ τούτου ποιοτικό– έρεισμα. Όταν έπρεπε όμως να γράψει για το Field Of Reeds, δαγκώθηκε με χάρη: τι να πεις και τι να προτείνεις όταν μια μπάντα την οποία υποστήριξες στο παρελθόν κάνει μια τόσο θεαματική γυριστή και σου καταθέτει ένα σχεδόν ακαδημαϊκό μουσικό έργο;

Αυτό είναι όμως το μικρότερο πρόβλημα που μπορεί να έχει ο δίσκος, θα μου πείτε –κι έχετε δίκιο. Όλα τα άλλα μουσικά μέσα τον αποθέωσαν με την πρώτη κι ευθύς εξ αρχής κατέστησαν σαφές ότι πρόκειται για μια δουλειά προσεγμένη στην κάθε της λεπτομέρεια, που (ως εκ τούτου) απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή από τον ακροατή της, αλλά και δόσιμο, καθώς και μια σχετική «προϋπηρεσία» σε δίσκους που μοιάζουν φιλοτεχνημένοι με ηχητικές δαντέλες και οργανικά ψηφιδωτά. Τα οποία δεν πέφτουν με ορμή και απερισκεψία σ’ ένα μπλέντερ που από την άλλη μεριά βγάζει έναν ομοιόμορφο πολτό, έτοιμη τροφή προς κατανάλωση από έναν όχλο ο οποίος δεν ζητάει πολλά από την ακουστική του διασκέδαση. Τόση προσοχή μάλιστα απαιτεί το Field Of Reeds, ώστε παραλίγο να την πατήσω κι εγώ!

Άκουσα για πρώτη φορά τη νέα δουλειά των These New Puritans ένα τεμπέλικο Κυριακάτικο πρωινό, κάνοντας διάφορα άλλα πράγματα, και αποφάσισα ότι πρόκειται για μια κουραστική κατάθεση, μία μελέτη που μπλέκει στις ατελείωτες μετα-κλασικές της διαδρομές και πνίγεται στην αμέριστη φιλοδοξία της. Όταν όμως επανέλαβα την ακρόαση με ακουστικά, αρκετά πράγματα γύρω από τον κύκλο αυτών των τραγουδιών έγιναν περισσότερο ξεκάθαρα και προφανή και πήραν την αληθινή τους θέση. Μπόρεσα έτσι να μπω πιο βαθιά στην ουσία της προσπάθειας του Barnett να προσεγγίσει μια αισθητική η οποία καθορίζεται ως κλασική εν τη γενέσει της, κερδίζει την ταμπέλα του αριστουργηματικού εκ προοιμίου και αποθεώνεται πολλές φορές από κεκτημένη ταχύτητα και μόνο κατόπιν εξέτασης των σπουδαίων συστατικών της.

Με άλλα λόγια, το Field Of Reeds είναι ωραίος δίσκος, αν και δεν μπορώ να μην φανώ και λίγο καχύποπτος σχετικά με το σπέρμα που οδήγησε στη σύλληψη και στην εκτέλεσή του. Θα αναγνωρίσω σαφώς την τόλμη που χρειάζεται ώστε να κάνεις ένα τόσο θεαματικό βήμα σε επίπεδο κατεύθυνσης συγκριτικά με το παρελθόν σου, προκειμένου να ακολουθήσεις το όραμα μιας επερχόμενης δουλειάς. Από την άλλη, πιστεύω ότι το να προσπαθήσεις να επαναπροσεγγίσεις τις λιτές, απλές μέσα στην ambient φιλοσοφία τους φόρμες του David Sylvian και των Talk Talk της εποχής των Spirit Of Eden και Laughing Stock, είναι ένα στοίχημα που αξίζει να παίξεις: έτσι και το κερδίσεις, σου ανήκει με χαρακτηριστική άνεση μια πολυπόθητη θέση στο πάνθεον των «αθανάτων» της ευρύτερης ροκ πινακοθήκης.

Θέλει βέβαια ταλέντο και κότσια και προσήλωση και στόχο και επιδεξιότητα για να καταφέρει κανείς κάτι τέτοιο. Όπως προείπαμε, ο Barnett τα διαθέτει όλα αυτά. Όπως διαθέτει και το σθένος να αλλάξει τη σύνθεση του σχήματός του και να φέρει δίπλα του την Πορτογαλίδα τραγουδίστρια των fados Elisa Rodrigues, ώστε να δώσει τους απαραίτητους δραματικούς φωνητικούς τόνους πλάι στα έγχορδα και τα ξύλινα πνευστά που οδηγούν χαλαρές συνθέσεις, οι οποίες περισσότερο μοιάζουν με κινηματογραφικά μοτίβα, εξυπηρετώντας την ατμόσφαιρα κυρίως, παρά κάποια συνθετική αρετή. Σπάνια είναι τα περάσματα που θα έλεγες ότι φέρνουν στο μυαλό κάποια ποπ ανάμνηση: το "Fragment Two" ίσως να προσεγγίζει (με κάποιον ασαφή βηματισμό) τον όρο τραγούδι, αλλά με μεθόδους ενορχηστρωτικές που και πάλι σε παραπέμπουν σε «outsiders» σαν τον Owen Pallett ή τους Blue Nile. Ελάχιστες παρόμοιες εκλάμψεις αργότερα, συνειδητοποιείς ότι δεν μένεις με πολλά στα χέρια με το Field Of Reeds, παρά μόνο με σύννεφα ηχητικών χρωματισμών –κάποτε γοητευτικών κι οπωσδήποτε απαιτητικών στην παρακολούθησή τους.

Είναι οπωσδήποτε εντυπωσιακά όσα κατάφεραν οι These New Puritans με τον δίσκο αυτόν. Δεν είμαι σίγουρος πάντως πόσο μεγάλη διάρκεια μπορεί να έχει η αποτύπωση του συγκεκριμένου έργου στο υποσυνείδητο όσων ασπαστούν τούτη την εκδοχή της Τέχνης τους σε βάθος χρόνου.

 

 

{youtube}ftvICVWLBKY{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured