Πρώτη ακρόαση του New Moon και βρίσκομαι να διπλοτσεκάρω τι ακούω. Πού είναι η κιθαριστική ορμή; Πού πήγε η ωμή ηχητική βία; Μπορεί όντως να αντικαταστάθηκαν από χαλαρές, πιασάρικες μελωδίες; Ακούω πράγματι πιάνο, φυσαρμόνικα και ακουστικές κιθάρες; Είναι δυνατόν αυτοί οι noise rockers να προσομοιάζουν έτσι άξαφνα στον Neil Young, ενώ φέρονται σε συνεντεύξεις να επικαλούνται ως επιρροή ακόμα και τον Tom Petty;! Και όμως ναι, είναι –και ευτυχώς δηλαδή.
Αυτή η «επιστροφή» των The Men στις folk, country & southern rock ρίζες της αμερικάνικης μουσικής είναι αποτέλεσμα της όλης μετάβασης της μπάντας από το Μπρούκλιν σε μια καμπίνα στην ορεινή ύπαιθρο της πολιτείας της Νέας Υόρκης, όπου και έγραψαν το τέταρτο στη σειρά άλμπουμ τους, μαζί μ' ένα συνοδευτικό αυτοεπεξηγηματικό EP ονόματι Campfire Songs. Εξέλιξαν τον ήχο τους λοιπόν οι The Men επιχειρώντας το επιπλέον βήμα και ακολουθώντας τον περσινό μεταβατικό ορυμαγδό του Open Your Heart (6/10 στο τεφτέρι μου, εάν τυχόν αναρωτιέστε)• με ολίγον τι άκομψο και απότομο τρόπο, αλλά σίγουρα πετυχημένο. Δεν έχει κανείς παρά να παραδοθεί στις φωτεινές ηχητικές αρμονίες του "The Seeds" για του λόγου το αληθές.
Δίσκος κυριολεκτικά δύο πλευρών και δύο προσωπικοτήτων, με την κάθε μία να αναλογεί στη φανερή και στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού αντίστοιχα, τοποθετώντας τις πρωτόγονες garage/punk δονήσεις στο δεύτερο μισό και αφού έχουν προηγηθεί έξι τραγούδια κάτω από τη νέα –σχεδόν ακουστική– ταυτότητα της μπάντας. Μπορεί η εξέλιξη του δίσκου να επαναφέρει σταδιακά στο προσκήνιο, όσο περνούν τα tracks, τα γνωστά και μη εξαιρετέα noise στοιχεία των Νεοϋορκέζων, επιτυγχάνει όμως έτσι ακόμα μεγαλύτερες δονήσεις σε σχέση με το παρελθόν. Είναι η σοκ-και-δέος επίθεση που ακολουθεί τις slide κιθάρες του "High And Lonesome", κι ενώ το αυτί έχει πάρει μια πρώτη πρέφα του τι πιθανόν θα ακολουθήσει διαμέσω του σταδιακού κιθαριστικού εκτροχιασμού του "I Saw Her Face", η οποία κάνει αυτή τη χιπστεριά από τις καλές του είδους.
Με την εξαίρεση του "Bird Song", ολάκερο το δεύτερο μέρος λυσσομανάει με χυδαία lo-fi τραχύτητα, αποκορύφωμα της οποίας αποτελεί το οκτάλεπτο, επικό "Supermoon", που κλείνει τον δίσκο με τρόπο βρώμικο, αρκούντως απειλητικό και φασαριόζικο. Ο οποίος δίσκος αποτελεί έτσι το επιστέγασμα της βραχύβιας μα πλούσιας πορείας της μπάντας στο μουσικό γίγνεσθαι από το 2008 έως και σήμερα. Πέρα από το λουλουδάτο/πορτοκαλί/άκυρο εξώφυλλο που ατυχώς συνοδεύει το περιεχόμενο, δεν μπορώ λοιπόν παρά να αποδώσω τα εύσημα στους The Men για την ηχητική ποικιλομορφία που αβίαστα αγκαλιάζουν στο New Moon. Ακόμα κι αν αυτή αποδίδεται ολίγον τεμαχισμένα και ακεντράριστα.
{youtube}NX4lEIDg2ZU{/youtube}