Βάζεις εξ αρχής αστερίσκους, πριν ακόμα ακούσεις το νέο –έκτο στη σειρά– στουντιακό πόνημα των τριών Σκωτσέζων, διαβάζοντας στα μουσικά περιοδικά για το πώς συνέλαβαν αρχικά την ιδέα για δύο ξεχωριστά άλμπουμ, πώς στη συνέχεια αποφάσισαν να τα κυκλοφορήσουν μαζί και πώς τελικά (μετά από παρέμβαση της δισκογραφικής τους) προκρίθηκε η λύση του μονού άλμπουμ με 14 κομμάτια, με το σύνολο των 20 να μένει διαθέσιμο μόνο στη deluxe έκδοση. Μετά διαβάζεις σε άλλα περιοδικά –πιο εξειδικευμένα– για τις τεχνικές ηχογράφησης, για συστρωματώσεις κιθάρων, μπάσων, πλήκτρων και τυμπάνων, για τη δημιουργία ενός γιγάντιου ήχου. Ε, θέλεις πια οπωσδήποτε να κάτσεις να ακούσεις.

Και το κάνεις, βάζοντας να παίξει το πρώτο CD της deluxe έκδοσης, που έχει τίτλο The Sand At The Core Of Our Bones. Κι έρχονται τα χτυπήματα διαδοχικά: τα τέσσερα πρώτα τραγούδια είναι δυναμίτες, δεν σε αφήνουν να αμφισβητήσεις σε καμία περίπτωση τη δουλειά της μπάντας. Αρχίζεις λοιπόν να αναρωτιέσαι πότε θα κάνει κοιλιά ο δίσκος. Αλλά δεν κάνει. Ακόμα κι όταν φτάνει κοντά σε κάτι τέτοιο, ξεφεύγει εντέχνως με μία αλλαγή στο κλίμα, μετατοπίζοντας το σημείο εστίασης. Και περνάς στο δεύτερο CD The Land At The End Of Our Toes και το πράγμα συνεχίζει με κάπως πιο «φευγάτα» τραγούδια και φτάνει ως το τέλος χωρίς να το πολυκαταλάβεις. Ξέρεις έτσι ότι έχεις να κάνεις με έναν πολύ καλό δίσκο. Πώς το δικαιολογείς, όμως;

Γιατί για να είσαι ειλικρινής, δεν κάνουν κάτι δραστικά διαφορετικό στο Opposites οι Biffy Clyro: ουσιαστικά κινούνται στο πεδίο που οι ίδιοι όρισαν  με το Puzzle του 2007 και με το Only Revolutions του 2009. Έχουν όμως δουλέψει στην εντέλεια τις λεπτομέρειες, έχουν αποβάλει εντελώς κάθε περιττό συστατικό (π.χ. κάποιες ενοχλητικές παραπομπές στους Nickelback), έχουν τελειοποιήσει τα δυνατά τους σημεία. Οι μελωδίες τους ηχούν πλήρεις και συναρπαστικές, τα κιθαριστικά ριφ εξακολουθούν να είναι εφευρετικά –ενίοτε και φονικά– το δημιουργικό παιχνίδι με τους χρονισμούς ακατάπαυστο. Μακράν από μια επιλογή ματαιοδοξίας (όπως συμβαίνει συχνά με τα διπλά άλμπουμ), το Opposites αποδεικνύεται ένα μεστό concept album, κρατημένο μάλιστα σε χαμηλή χρονική διάρκεια για την κατηγορία του.

Μεγάλο ρόλο σε αυτή την επιτυχία παίζει βέβαια και η πραγματικά σπουδαία δουλειά του Garth Richardson στην παραγωγή: με βάση την εμπειρία του από τις δύο προηγούμενες φορές, απογειώνει εδώ τη συνεργασία του με το τρίο. Ακούς διάσπαρτη στον δίσκο τη σφραγίδα του, φτιάχνεσαι από τον ογκώδη ήχο και εντυπωσιάζεσαι από τον τρόπο χρήσης διάφορων «περίεργων» οργάνων (άρπα, γκάιντα, μια ολόκληρη mariachi μπάντα κλπ.), αφού αυτά δεν εισέρχονται κατά τρόπο «φτηνό» στο ύφος του γκρουπ, μα ενσωματώνονται ολοκληρωμένα στα δεδομένα του τελευταίου.

Το νέο άλμπουμ βρίσκει έτσι τους Biffy Clyro να πατούν κορυφή και μάλιστα με τρόπο εμφατικό. Αποδεικνύουν εδώ ότι η εμπορική επιτυχία που γνωρίζουν τα τελευταία χρόνια τους αξίζει απόλυτα. Την κυνήγησαν άλλωστε, προς τιμήν τους όμως δεν «ξεπουλήθηκαν» για χάρη της: κράτησαν τον χαρακτήρα τους κι έφτιαξαν μουσική η οποία ισορροπεί άριστα ανάμεσα στη φιλικότητα προς τον χρήστη και στην καλλιτεχνική αναζήτηση. Hats off!

 

{youtube}myc_RViTHhY{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured