Ήταν περί τα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν ο σαξοφωνίστας Trygve Seim και ο πιανίστας Andreas Utnem συνέπραξαν για πρώτη φορά στα πλαίσια μίας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Έκτοτε, οι σχετικά συχνές εμφανίσεις τους ως ντουέτο συμπεριέλαβαν σταδιακά μεταφράσεις παραδοσιακών θεμάτων αλλά και δικές τους συνθέσεις. Έως το 2008, όταν και αποφάσισαν να αποτυπώσουν αυτή τους τη συνύπαρξη στο πρώτο τους ηχογράφημα και τα τέλη του 2010, οπότε και η ECM το κυκλοφόρησε.

Το ενδιαφέρον στοιχείο στη σχέση των δύο Νορβηγών μουσικών, είναι η πρόσμιξη της διαφορετικής μουσικής καταγωγής τους. Διαφορά που γίνεται εμφανής αν απλώς λάβει κανείς υπόψη το πού βρισκόταν ο καθένας την εποχή που (μέσες-άκρες) τοποθετείται η ληξιαρχική πράξη γεννήσεως του ντουέτο: ο Seim διήγε μία σύντομη (μα περιεκτική, όπως ο ίδιος περιγράφει) συνεργασία με τον Φινλανδό δάσκαλο Edward Vesala, κάνοντας τα πρώτα ουσιαστικά βήματα στη μεγάλη της σκανδιναβικής jazz σχολή, ενώ ο Utnem εργαζόταν στο ίδρυμα Norway’s Church City Mission, μπλέκοντας τις κλασικές (ή νεοκλασικές) του καταβολές με τη Χριστιανική παράδοση.

Δύο διαφορετικοί (ίσως όχι τόσο μακρινοί, μα σίγουρα διακριτοί) κόσμοι οι οποίοι τέμνονται στην αναζήτηση του θείου και στην πνευματικότητα που αυτή υποβάλει; Πιθανόν. Διότι ακόμα κι αν το Purcor των Trygve Seim & Andreas Utne δεν περιέχει σχεδόν καμία πρωτογενή μεταφορά της, γεγονός είναι ότι ηχογραφήθηκε σε μια εκκλησία στην παλιά πλευρά του Όσλο. Και δεν είναι η μόνη διασύνδεση με τέτοιες αναζητήσεις: ακριβώς σε αυτή την πνευματικότητα βρίσκουν τον κοινό τους τόπο οι δύο μουσικοί και πάνω της χτίζουν την κοινή τους γλώσσα.

Στο μοτίβο λοιπόν που ακολουθείται στο Purcor, εξυφαίνεται μια γλώσσα λεπτή και ευγενική, η οποία τελικά ρέπει περισσότερο προς τον νεοκλασικισμό, παρά προς την τζαζ. Οι συνθέσεις (πέντε υπογεγραμμένες από τον Utnem, δύο από τον Seim, τρεις και από τους δύο και άλλες τέσσερις αποτελούν μεταφράσεις από παραδοσιακά θέματα) είναι λιτές και οι νότες προφέρονται στωικά. Το πιάνο και το σαξόφωνο βρίσκονται σε απόλυτη αρμονία μεταξύ τους, ενώ σπανίως κάποιο από τα δύο λαμβάνει πρωτοβουλίες, ώστε να θέσει τις ενορχηστρώσεις εκτός του θεσπισμένου πλαισίου. Εδώ ίσως να εντοπίζεται και μία (μικρή) αδυναμία του δίσκου: η καθ’ ολοκληρίαν, δηλαδή, κυριάρχηση ενός συγκεκριμένου πλαισίου σκέψης. Αλλά, πάλι, κι η συνεχής αποδόμηση σίγουρα δεν αποτελεί πανάκεια…

Το άλμπουμ ξεκινάει με τη σύνθεση του Utnem “Kyrie” (ουδεμία σχέση με την ομότιτλη των Popol Vuh) και το μοτίβο που αυτή θεσπίζει ακολουθείται μέχρι τέλους: οι συνθέσεις συνήθως στηρίζονται στη νεοκλασική χροιά του πιάνου του Utnem, την οποία διανθίζει με το τενόρο του ο Seim, πότε ακολουθώντας πιστά τις γραμμές του συνοδοιπόρου του, πότε εξελίσσοντας τη συγχορδία του, πότε συνεισφέροντας «απλώς» με το φύσημα της «χάλκινης» ανάσας του. Με το σαξόφωνο του Seim είναι που γίνονται και οι όποιες παραπομπές στη σκανδιναβική jazz, αν και εδώ που τα λέμε οι Σκανδιναβοί είχαν πάντα μία πιο κλασικότροπη εκφορά του jazz λόγου (σε σχέση ας πούμε με τους Αφροαμερικανούς συντρόφους) και η προσέγγιση του Seim, γίνεται ανά στιγμές αρκετά αμφίσημη. Ιδιαίτερη μνεία αξίζουν επίσης δύο συμβαίνοντα: α) η μεταφορά του Utnem στο ξύλινο harmonium του για τρεις συνθέσεις, δίνοντας μία υπόκωφη σχεδόν ένταση στο αποτέλεσμα (συγκλονιστικότερη στιγμή σίγουρα το “Postludium, Improvisation”) και β) η εκκλησία Toyen Kirke του Όσλο, στην οποία ηχογραφήθηκε ο δίσκος, χαρίζοντάς του την εκπληκτική φυσική ακουστική της και υπενθυμίζοντας ότι κανένα τεχνητό εφέ δεν μπορεί να αντισταθμίσει τον νατουραλισμό.

Εξαιρετικές συνθέσεις οι οποίες αναδεικνύουν το βλέμμα προς το υπέρτατο –κάτι σαν λατρευτική τελετουργία στον θεό της μελωδίας (για να μην μπούμε σε λοιπούς δογματικούς διαξιφισμούς)– είναι οι αργόσυρτες ελεγείες “Nu Seglar Vi Inn” και “Agnus Dei” του Andreas Utnem, η μινιμαλιστική επανεκτέλεση μίας παλαιότερης σύνθεσης του Trygve Seim “Bhavana”, όσο και ένας από τους τρεις αυτοσχεδιασμούς που υπογράφουν αμφότεροι, το “Postludium, Improvisation”. Στον συναισθηματικό αντίποδα, πιο φωτεινοί μπορούν να χαρακτηριστούν οι άλλοι δύο αυτοσχεδιασμοί, “Praeludium, Improvisation” και “Gloria, Improvisation”, ενώ αξιοσημείωτο είναι επίσης το ότι οι δύο μουσικοί έχουν καταφέρει να φέρουν ακριβώς στα μέτρα τους τα παραδοσιακά θέματα που εκτελούν –με κορυφαίο όλων, κατά την ταπεινή μου άποψη, το σχεδόν μαγευτικό “312”, ένα τραγούδι από το Aseral της βορειοανατολικής Νορβηγίας.

Τούτων λεχθέντων, ελπίζω να έγινε σαφές το ότι το Purcor αναδεικνύει μία εξαίρετη μουσική σχέση, διαυγή και ισότιμη. Το ηχητικό της αποτέλεσμα ίσως να μην συγκλονίσει πολλούς (υπάρχει συν τοις άλλοις και μία αντικειμενική δυσκολία προσέγγισης τέτοιων έργων, όπως και να το κάνουμε), ούτε και αποτελεί τομή στα μουσικά πεπραγμένα. Αποτελεί ωστόσο ένα έργο Τέχνης ιδιαίτερου κάλλους. Η μελωδική του δε πνευματικότητα, στρέφει το ενδιαφέρον προς εσωτερικές αναζητήσεις και μένει εκεί (στο εσώτερο) για να κάνει τον διάλογό του. Σε συνδυασμό με τη μουσική γλώσσα με την οποία αυτός επιτυγχάνεται, αποτελούν, για τον γράφοντα τουλάχιστον, ένα ικανό δέλεαρ…

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured