Όσο περνούν τα χρόνια, τόσο γίνεται πιο σαφές ότι η δουλειά των «εθνο»-μουσικολόγων,1 αντί να αναλίσκεται στην παρελθοντολογία και στους οραματισμούς, έχει να δουλέψει με παραδόσεις που είναι ακόμη σε εξέλιξη, ή έστω με περιπτώσεις όπου η ιστορική μνήμη είναι ακόμη νωπή, καθώς οι άνθρωποι οι οποίοι διαμόρφωσαν ή συμμετείχαν σε μια παράδοση βρίσκονται ακόμη γύρω μας. Άσε που ο χρόνος περνά και χάνεται, κι αυτό που σήμερα είναι τόσο άφθονο ώστε να καταντά ασήμαντο, ξαφνικά μετασχηματίζεται σε μια απίθανη σπανιότητα πριν καλά-καλά το καταλάβουμε. Αφήνοντας τις γενικεύσεις, να η περίπτωση του ροκ της Σαϊγκόν και μαζί όλων των αγγλοαμερικανικών ιδιωμάτων τα οποία άνθισαν μαζί του, στα χρόνια που στο Βιετνάμ μαίνονταν ο εμφύλιος πόλεμος, κατακλείδα μιας μακρόχρονης παρεμβολής των μεγάλων δυνάμεων στα εσωτερικά της Ινδοκίνας.

Το ροκ και η σόουλ της Σαϊγκόν που έχουμε στον προκείμενο δίσκο είναι ένα αμάλγαμα από ποικίλα Δυτικά στυλ της ύστερης δεκαετίας του 1960 (με επιδράσεις οι οποίες καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα –από Shadows και Beatles ως Deep Purple και Hendrix) και βιετναμέζικες παραδόσεις, λιγότερο ή περισσότερο εμφανείς κατά περίπτωση. Σε μια τελική ανάλυση, όμως, η τοπική ταυτότητα αυτού του υλικού και η διαφοροποίησή του από το αγγλοαμερικανικό πρότυπο είναι ξεκάθαρη. Η βιετναμέζικη γλώσσα με τους μουσικούς τονισμούς της ενισχύει πολύ το τοπικό χρώμα, και οι τεχνικές ελλείψεις («πολλά από αυτά τα συγκροτήματα ποτέ δεν είδαν στούντιο ηχοληψίας» σημειώνει ο επιμελητής Mark Gergis) επίσης υποβοηθούν στη διαμόρφωση μιας ιδιότυπης αισθητικής. Γεγονός είναι ότι η επαφή των Βιετναμέζων με τις μουσικές παραδόσεις της Δύσης είναι πολύ παλαιότερη ιστορία, καθώς οι Γάλλοι είχαν αποικήσει την Ινδοκίνα ήδη στα μέσα του 19ου αιώνα και είχαν φέρει και τις παραδόσεις τους μαζί.

Πόσο έχει να κάνει αυτή η μουσική με την πολιτική εμπλοκή των Αμερικανών στο Βιετνάμ; Η αμερικανική αποτυχία ήταν εξαρχής προδιαγεγραμένη καθώς, πέρα απ’ όλα τα άλλα, υποστήριζαν ανόητους διεφθαρμένους δικτάτορες ενάντια σε ένα κίνημα εθνικής ανεξαρτησίας –άσχετα αν κι αυτό το κίνημα, με τη σειρά του, εφάρμοζε αντίστοιχα Σοβιετικές μεθόδους, βάναυσες και ολοκληρωτικές. Όταν λοιπόν τα πράγματα σκούρυναν αρκετά, οι Αμερικανοί εγκατέλειψαν τους υποστηρικτές τους στα χέρια των εχθρών τους κι έφυγαν. Πώς έβλεπε τους Αμερικανούς ο κοσμάκης της Σαϊγκόν; Αυτό το ερώτημα δεν αντιμετωπίζεται άμεσα στο ένθετο κείμενο του Gergis, ωστόσο γίνεται γρήγορα αντιληπτό ότι για τη νεολαία της βραχύβιας αυτής πρωτεύουσας οι Αμερικανοί, στρατιωτικοί ως επί το πλείστον, έμοιαζαν ως το παράθυρο για έναν άλλον, καλύτερο κόσμο. Σίγουρο είναι επίσης ότι οι κομμουνιστές, μετά τη νίκη τους, εγκατέστησαν ένα έτι σκληρότερο καθεστώς και βέβαια φρόντισαν να εξαλείψουν όλα τα ίχνη της αμερικανικής κουλτούρας από τη χώρα. Όσοι κατόρθωσαν να φύγουν, έφυγαν. «Πολλοί κατέστρεψαν οικειοθελώς όλες τις ενδείξεις της σχέσης τους με τη Δύση, δίσκους, φωτογραφίες, βιβλία και σημειώσεις, προτού τα ανακαλύψουν οι Βιετκόνγκ και τους στείλουν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως».

Η δισκογραφία που διασώζει η Σοβιετική πλευρά (δυσεύρετη κι αυτή πια, μετά από τόσες δεκαετίες και τόσες ανακατατάξεις) δικαιώνει, σε μεγάλο ποσοστό, αυτά τα εφηβικά συγκροτήματα της Σαϊγκόν των αρχών του 1970. Οι κομμουνιστές δημιούργησαν τη δική τους εκδοχή της πάτριας παράδοσης, διανθίζοντας τη με τραγούδια προπαγάνδας, εμβατήρια και ομοιώματα των δυτικοευρωπαϊκών κλασικών του 19ου αιώνα? που είναι αβέβαιο αν και πόσο αγαπήθηκε ποτέ από τον απλό λαό. Η αλλοτινή εκείνη νεολαία της Σαϊγκόν, όσο κι αν παρουσίαζε τάσεις μιμητισμού, είναι σαφές ότι κινούνταν σε έναν δρόμο αυτοέκφρασης και αυτοπροσδιορισμού, ανεξάρτητα από τα πολιτικά παιχνίδια τα οποία παίζονταν πίσω από την πλάτη της. Αν αναλογιστεί κανείς το ελληνικό ροκ των χρόνων της χούντας, σίγουρα θα βρει ομοιότητες χτυπητές.

Στην Ασία (και μάλλον σε όλες τις αναπτυσσόμενες οικονομίες του κόσμου) τα μουσικά πράγματα έρχονται και παρέρχονται με ταχύτατο ρυθμό, πολύ δε περισσότερο όσα πιέζονται από πολέμους, όπως εδώ. Η διατήρηση αρχείων και ιστορικής μνήμης είναι μια πολυτέλεια των ευκατάστατων, ανεπτυγμένων κοινωνιών. Έτσι η προσπάθεια απογραφής, γιατί όχι και αποκατάστασης, αυτού του είδους των εφήμερων, μεταβατικών ιδιωμάτων είναι τελικά μια πολύ σπουδαία δουλειά. Μπορώ να υποθέσω ότι για τους εραστές των λιγότερων γνωστών πλευρών της ποπ & ροκ κουλτούρας και της χρυσής δεκαετίας του 1960 η συλλογή Saigon Rock And Soul: Vietnamese Classic Tracks 1968-1974 της Sublime Frequencies έχει ενδιαφέρον. Αλλά είμαι σίγουρος πως είναι εξαιρετικά σημαντική και για όσους ενδιαφέρονται για την εξέλιξη και τις λιγότερο γνωστές πλευρές των παραδόσεων του μη-Δυτικού κόσμου. Κι αυτό γιατί αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο οι μακρινοί αυτοί πολιτισμοί αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν –και τελικά αφομοιώνουν– τον κάθε λογής πολιτικό και πολιτιστικό εισβολέα, διαμορφώνοντας τον μελλοντικό τους εαυτό.

1 Είχα γράψει τις αντιρρήσεις μου για τον όρο αυτό παλαιότερα στο Δίφωνο (τ. 2/2005): Να, σε υποσημείωση: Η εθνομουσικολογία, όπως δηλώνει το όνομα της, αποτελεί μια ειδίκευση της μουσικολογίας. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για ακριβώς το αντίθετο, εφόσον η εθνομουσικολογία μελετά τη μουσική ολόκληρου του πλανήτη, ενώ η μουσικολογία αναφέρονταν ουσιαστικά στην παράδοση της Δυτικής Ευρώπης, δηλαδή μόνο ένα τμήμα του συνόλου. Αυτό, βέβαια, ποτέ δεν έγινε σαφές. Η σπουδαιότητα των πολιτισμών είναι πάντα ανάλογη με την οικονομική ισχύ των κοινωνιών που τους καλλιεργούν.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured