Στην Ελλάδα, κάθε κουβέντα για τους Scorpions είναι σαν να μιλάς για τον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό. Έχεις άποψη ακόμα κι αν υποστηρίζεις Αετό Σκύδρας: ή «δικός μας» είσαι, ή η φάση ορίζεται ως «μπήκαν στην πόλη οι οχτροί». Ή με τους χιλιάδες που τους έχουν μετατρέψει σε ένα από τα ισχυρότερα συναυλιακά στάνταρ της χώρας, ή με όσους τους θεωρούν υπ’ αριθμόν ένα κόκκινο πανί για ό,τι θέλει να εκπροσωπεί η (όποια) αντι-mainstream κουλτούρα. 

Κάθε λοιπόν απόπειρα να διαφοροποιηθείς από σιχτίρια και από τσιτάτα περί «επιτομής του ροκ», ώστε να τοποθετήσεις το νέο (αποχαιρετιστήριο, υποτίθεται) άλμπουμ των Σκορπιών σε αληθινές διαστάσεις -έξω από το κεφάλι σου, δηλαδή- αποτελεί μια δονκιχοτική μάχη ενάντια σε ανεμόμυλους. Κι αν το κάνεις, ποιος θα κάτσει να ακούσει; Ε και τι έγινε αν το εξώφυλλο του Sting In The Tail είναι απαράδεκτο; Και τι σημασία έχει αν θίξεις τους τίτλους των τραγουδιών του, μιλώντας για εκνευριστική γραφικότητα στην περίπτωση π.χ. των “Let’s Rock!”, “The Best Is Yet To Come” ή “The Good Die Young”; Πού ν’ αρχίσεις να λες δηλαδή και για τον ήχο των κιθάρων ή για τα τύμπανα του Kottak... Ψιλά γράμματα –και για τη «family of spiders» και για τις indie κλίκες.

Η κριτική, ωστόσο, δεν αποτελεί εφαλτήριο για να μας τα πρήζει ο καθένας με το γούστο και τις απόψεις του –κι ας νομίζουμε το αντίθετο στην Ελλάδα (κριτικοί και κοινό). Κι αν πιστέψουμε ότι το Sting In The Tail είναι όντως το αποχαιρετιστήριο άλμπουμ, οι Scorpions όφειλαν να δείξουν μεγαλύτερη φροντίδα για το παρουσιαστικό του. Χάθηκε να έκαναν μια τελευταία πικάντικη προβοκάτσια με το εξώφυλλο, όπως συνήθιζαν κάποτε, π.χ. με το Animal Magnetism; Αυτό το ακαλαίσθητο, τεράστιο S με τις χαζονεκροκεφαλές και τα τριαντάφυλλα δεν έχει καμία σχέση με τον ήχο και την ιστορία τους. Ευτυχώς η η ηχητική πραγματικότητα του Sting In The Tail είναι αισθητά καλύτερη από το περιτύλιγμα.

Φυσικά και δεν εννοώ με αυτό κάποια ανατροπή ή έκπληξη –αν ψάχνετε για τέτοια, αναζητήστε τη συνεργασία τους με τον Billy Corgan (ναι, των Smashing Pumpkins). Τις ίδιες κιθάρες που ξέρατε θα ακούσετε, τα ίδια τύμπανα, τις ίδιες τσιρίδες βγάζει ο Klaus, με το γνωστό μελό επενδύεται η μπαλάντα της υπόθεσης. Πολύ κλο-κλο και πολύ βα-βα-βουμ, όχι πάντα δίχως ουσία όμως: ποζεριά με νόημα, αν θέλετε, με κάτι οριτζινάλε ροκ να επιβιώνει εκεί στο βάθος, ως χρήσιμο μάθημα σε όλους τους Bullet For My Valentine των ημερών μας. Άλλωστε, το παιχνίδι για τους Scorpions δεν παιζόταν ποτέ στα μεγάλα καλλιτεχνικά γήπεδα της πρωτοπορίας και της πρωτοτυπίας. Το κόλπο βρισκόταν πάντα στη μελωδία, στον παλμό και στην ενέργεια που έχωναν στις γέφυρες και στα ρεφρέν τους. Και το ίδιο κόλπο συνεχίζει και τους βγάζει ασπροπρόσωπους και εδώ, παρότι πλέον βασίζεται αποκλειστικά στην επίκληση του οικείου, παρά σε κάποιο σπιθάτο τρικ. 

Παρόλα αυτά, το τι ορίζεται ως οικείο έχει τεράστια σημασία. Είναι απόλυτα κατανοητό πως για το (υποτιθέμενο, ξαναλέω) τελευταίο αντίο οι Scorpions θα όριζαν ως οικείο τον ήχο με τον οποίο κατέκτησαν την Αμερική εκεί στο γύρισμα των 1970s προς τα 1980s –και όχι τον προγενέστερο ήχο τους με τον Uli Jon Roth. Κανένα πρόβλημα, εφόσον μιλάμε για το Blackout και το Lovedrive, τις πιο απολαυστικές τους δηλαδή δουλειές: έτσι, το “Raised On Rock” φαντάζει ως ίσως το καλύτερο τραγούδι τους στην τελευταία δεκαετία (μαζί με το “Love ’Em Or Leave ’Em”, από το Unbreakable), ενώ τα σθεναρά βολτ του “Turn You On”, και το τσαγανό επιλογών σαν το “Sting In The Tail” ή το “No Limit” θυμίζουν εκείνες τις αληθινά άξιες μέρες, όταν έφεραν όντως φαρμακερό κεντρί στη μελωδική τους ουρά. Όταν όμως το Sting In The Tail αποφασίζει να ορίσει ως οικείο τον πλαστικό, προκάτ ήχο του Love At First Sting και του Animal Magnetism, τότε πραγματοποιεί βουτιά στην ασυγχώρητη ποζεριά: το ντουέτο με την Tarja Turunen (ευτυχώς ελάχιστα διακρίνεται ο κατεψυγμένος πόθος της πρώην κυρίας Nightwish), όπως και ολόκληρο το άλμπουμ ύστερα από το “Turn You On” αποτελούν τον ορισμό του οτιδήποτε σε κάνει να βγαίνεις απ’ τα ρούχα σου ακούγοντας το όνομα Scorpions.

Θα μπορούσαν λοιπόν και καλύτερα οι Γερμανοί για αυτό το δισκογραφικό βήμα #17 και όφειλαν πιστεύω να προσπαθήσουν σκληρότερα για το κάτι παραπάνω, ειδικά αν πιστέψουμε την περίσταση «τέλος». Από την άλλη, το Sting In The Tail είναι ένας έξοχος καθρέφτης των δυνατοτήτων και των μειονεκτημάτων τους. Περιλαμβάνει πραγματικά όλους τους λόγους για τους οποίους μπορεί κανείς να λατρεύει ορισμένα τραγούδια τους, δίπλα-δίπλα με τις κύριες αιτίες για τις οποίες μπορεί να θεωρεί κάποια άλλα ως κατάπτυστα.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured