Πόσο μακριά μπορεί να φτάσει άραγε μια καρτούν μπάντα; Τι περιθώρια μανούβρας διαθέτει όταν, εξ’ αρχής, φορτώνει πράμα στην προσβασιμότητα της εικόνας, στην οπτική ευκολία; Αλλά ακόμα κι όταν ξεπεράσει το στάδιο της αποδοχής με επιτυχία, πώς λειτουργεί απέναντι σ’ ένα παγκοσμιοποιημένο κοινό παύλα αγορά, το οποίο πλέον αναμένει mainstream σκιρτήματα πολύ συγκεκριμένης κωδικοποίησης; Τα ερωτήματα, μέσες άκρες, έχουν τεθεί κατά το παρελθόν για να λάβουν πρακτικά πειστικές απαντήσεις από τους κύριους Albarn και Hewlett – όχι μονάχα εκ του αποτελέσματος, κάνω εδώ μια σημαντική διάκριση. Με ποιο τρόπο; Μη αποδεχόμενοι τη χρηστικότητα ως αυτοσκοπό, μα και δίχως να κομπλεξάρονται όταν την κάνουν αφορμή. Για παράδειγμα: οι τέσσερις Gorillaz χαρακτήρες – και μιλάμε πλέον για διεθνές trademark διαστάσεων – εντάσσονται στο κόνσεπτ του νέου άλμπουμ, όχι το αντίστροφο. Οι τρέχουσες ιδέες των δημιουργών παραλαμβάνουν τον πρώτο λόγο όπως τους πρέπει, δεν σκύβουν στις επιταγές του μάρκετινγκ.
Ή μήπως τελικά πρόκειται περί αναζήτησης της ισορροπίας μεταξύ τέχνης και αγοράς; Κι αν καταλήξουμε στις ισορροπίες υπάρχει βέβαια η χρυσή, υπάρχει κι εκείνη του τρόμου… Και το λέω αυτό ακριβώς πριν πιάσω το κόνσεπτ του Plastic Beach των Gorillaz, μιας και διακρίνω μια κάποια αντιστοιχία. Κάπως έτσι βρισκόμαστε εμπρός στην περίεργη λέξη «οικολογία» – εδώ κυρίως με την έννοια της σημερινής ανθρώπινης ύπαρξης μέσα στο υπάρχον οικοσύστημα. Μας απασχολεί το ζήτημα; Κι αν ναι με ποιο τρόπο στεκόμαστε σήμερα ως είδος μέσα στο περιβάλλον απ’ το οποίο προήλθαμε μεν, επιλέξαμε να αποκοπούμε δε; Οι Albarn και Hewlett προτείνουν το λογικοφανές, όχι τίποτα φαιδρές επιστροφές στις καλύβες: τεχνολογία και φύση σε από κοινού πορεία, σαν το φίδι που κουλουριάζεται στη ζεστασιά του πλαστικού. Αν μην τι άλλο ιδανική η θεωρία, αλλά τι συμβαίνει με την εφαρμογή της; Ειδικά όταν πάντα θα παραφυλάει αυτό το τέρας της κατανάλωσης, με την παρασιτικότητα γραμμένη στο γενετικό του κώδικα απ’ την πρώτη του μέρα επί γης;
Το δίδυμο δοκιμάζει, τεντώνει, διακωμωδεί, υπονομεύει τα όρια αυτής ακριβώς της ευαίσθητης ισορροπίας καθ’ όλη τη διάρκεια του Plastic Beach. Έτσι τουλάχιστον το αντιλαμβάνομαι όταν αφαιρούν την άρνηση απ’ το περίφημο «the revolution will not be televised…» και το βάζουν στο στόμα (ποιου άλλου;) του Snoop Dog απ’ το πρώτο κιόλας τραγούδι. Το σημειολογικό σχόλιο βαράει καμπάνες. Μιλάμε για κάστινγκ επιπέδου, όχι αστεία… Ή όταν ύστερα αποθεώνουν τη στιλιζαρισμένη μαύρη φωνάρα του Bobby Womack στο βασικό single του άλμπουμ (“Stylo”). Για να αντιπαραβάλλουν σ’ όλα αυτά την αγοραφοβική μικρή μούσα του Mark E. Smith, μέσω του “Glitter Freeze”, συν ένα Velvet-ικό σαμποτάρισμα της μικροαστικής ευδαιμονίας, με τη φωνή του ίδιου του Lou Reed να σε χαϊδεύει υποχθόνια (“Some Kind Of Nature”). Αλλά μήπως τελικά τούτο το δίπολο είναι μονάχα μια καλοστημένη ψευδαίσθηση, κι όλα ανεξαιρέτως μπαίνουν στην υπηρεσία της χρηστικότητας και της ποικιλίας, ως ιδιότητες του προϊόντος; Το ερώτημα πρέπει να τεθεί, αλλιώς αφηνόμαστε άνευ όρων στην κενή μακαριότητα του «καταναλώνω άρα υπάρχω», αφού πρώτα την έχουμε απενοχοποιήσει ορθολογικά. Και στο Plastic Beach το ερώτημα περί τούτων των ορίων ανεβαίνει στο τραπέζι – συνειδητά ή υποσυνείδητα, αυτό δεν μπορώ το ξέρω.
Το αμιγώς μουσικό κόλπο έχει κι αυτό τα κατατόπια του βεβαίως. Και δεν αναφέρομαι μονάχα στον γνωστό τρόπο των Gorillaz να καταργούν συνοριακές μουσικές γραμμές με μια αβάσταχτη ελαφρότητα. Είτε πρόκειται για διαχωρισμούς μουσικολογικούς (pop, rock, hip hop, electronica), είτε για ταμπέλες μέτρησης προσβασιμότητας (mainstream, εναλλακτικό και λοιπά όμορφα). Τούτα είναι πλέον δεδομένα σαν φόρμουλες γραφής, ίσως και πέραν του δέοντος. Το σίνθι όμως, το πανταχού παρόν; Το σίνθι το ψεύτικο, το κιτσάτο, το Πλαστικό, εκείνο που πολλοί και διάφοροι επιχειρούν να επανεφεύρουν στις μέρες μας• οι Oneohtrix Point Never ως φορέας πιθανοτήτων ηχητικής υφής, ο Dam-Funk σαν μηχανή γκρούβας απ’ το μέλλον. Μόνο τυχαία δεν τη λες την ευρεία χρήση του στο Plastic Beach, όταν το πρώην αγοραίο χώνεται στο σημερινό mainstream, όχι πλέον πάνω στη βάση της ευκολίας. Εκεί κάπου στα θολά όρια χρηστικότητας και ατόφιας έκφρασης, αγοράς και τέχνης, του ανθρώπου ως καταναλωτή και του ανθρώπου ως συνομιλητή με την ουσία του (μέρος της οποίας είναι και η φύση), για να επιχειρήσω την τελική σύνδεση με το concept.
- Πληροφορίες
- Κατηγορία: ΔΙΕΘΝΗ
Gorillaz - Plastic Beach
- Βαθμολογία: 7
- Καλλιτέχνης: Gorillaz
- Label: Parlophone/ΕΜΙ
- Κυκλοφορία: Μαρ-10