Εάν τίθεται ηθικολογικό ζήτημα για το αν – από τη στιγμή που αποκτά δημόσια παρουσία – το οποιοδήποτε μουσικό έργο αποκόπτεται απ’ τον δημιουργό του ώστε να κριθεί ως ξεχωριστή οντότητα, τότε ΕΔΩ είμαστε και πάλι. Τούτος ο τύπος (Burzum, Count Grishnackh, Varg Vikernes ή έστω το βαφτιστικό του, το οποίο και έσπευσε να αλλάξει ελέω χριστιανικών καταβολών αυτού) απέχει έτη φωτός απ’ το να χαρακτηριστεί το τυπικό rock ‘n’ roll κακό παιδί – άσε που ο ίδιος δικαίως θα θεωρούσε τον χαρακτηρισμό αηδιαστικά μειωτικό. Επιχειρώ καταμέτρηση των καταχωρήσεων του φακέλου του σε νορβηγική μυστική υπηρεσία (λέμε τώρα ρε παιδί μου): δολοφονία συναδέλφου μουσικού, άγνωστοι στον αριθμό εμπρησμοί εκκλησιών, ακροδεξιές πολιτικές πεποιθήσεις, συμμετοχή σε εξτρεμιστικούς πυρήνες, καταδίκη είκοσι χρόνων στην ψειρού, πρόσφατη αποφυλάκιση… Συν δημιουργός μερικών εκ των λίγων (μαυρο)μεταλλικών άλμπουμ που κέρδισαν τη μάχη με τον χρόνο, λέω εγώ για να μείνω και στο «ηρωικό» κλίμα. Όχι μόνο σε κιλά ειδικού βάρους (γιατί τότε ο αριθμός τους αυξάνεται σημαντικά), αλλά και σαν τρόπος ηχητικής αυταξίας, πέραν συγκεκριμένης εποχής.

Κι αυτόν τον ιδιαίτερο τρόπο είναι που ανακαλεί σε τούτο το παγανιστικό έπος, αφιερωμένο στον κατά τα λεγόμενά του «Λευκό Θεό» (Απόλλωνα, Belus, Belenus, Baldr και λοιπά αρχέγονα). Κάποιοι, με τα δίκια τους ομολογώ, ίσως οσφρανθούν σ’ αυτό το σημείο τίποτα νεο-παγανιστικές φαιδρότητες (στην καλύτερη), ή τίποτα φασίζουσες τάσεις καθαρότητας (στη χειρότερη). Ο Vikernes, ως πρόσωπο, τους δικαιώνει. Αλλά ο Burzum και το Belus, ως μουσικές οντότητες, εκλιπαρούν για τον διαχωρισμό τους – και τον αξίζουν… Δεν σκοπεύω να επαναλάβω τα στανταράκια περί ψυχρής σκοτεινιάς, ταξιδιών σε άλλους κόσμους, νυχτερινών ακροάσεων, καταθλίψεων, μυστηρίων και εφιαλτικών στιγμών. Οι γενικόλογες περιγραφές αισθήσεων μπορούν να κουμπώσουν όπου μας βολεύει, αρκεί να υφίσταται ένα κοινό αισθητικό πλαίσιο – επί της ουσίας, βέβαια, είναι κενές εκφράσεις. Το ζητούμενο πάντα θα παραμένει ο τρόπος… Όπως το Hvis Lyset Tar Oss ή το Filosofem, οι δυο δηλαδή εμβληματικές Burzum καταθέσεις πίσω στα 1990s, έτσι και το Belus υπερβαίνει τους περιορισμούς του είδους του. Αυτοαναγορεύεται, δικαίως, ως black metal μα και ως κάτι άλλο, κάτι πέρα απ’ την αυτιστική αναπαραγωγή μερικών βαρετά καναλαρισμένων μεθόδων, οι οποίες λειτουργούν ως τυφλοσούρτης κοπής πανομοιότυπων «σκοτεινών» ζαρζαβατικών – κάπως έτσι δημιουργούνται τα στερεότυπα για τον συντηρητισμό, κι όχι μόνο, του metal.

Αυτή η υπέρβαση, λοιπόν, είναι που σε πείθει να κατεβάσεις τις άμυνες, σου δημιουργεί εικόνες και τελικά σε εμπλέκει συναισθηματικά. Προσοχή εδώ, όμως, σ’ ένα λεπτό πλην σημαντικό ζήτημα: δεν αναφέρομαι σε κάποιο μπαστάρδεμα ήχων ικανό από μόνο του να παράγει αξία ή ντε και καλά στον πολλαπλασιασμό των πρώτων υλών. Σε καμία περίπτωση δεν χρειάζεται κάτι τέτοιο όταν κατέχεις τα μαύρα μέσα – το tremolo picking, τα τελετουργικά σίνθια, τους mid tempo θαμμένους ρυθμούς, το γρύλισμα όχι και τόσο εδώ που τα λέμε – σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορείς ανά πάσα στιγμή να τα λυγίσεις για να υπηρετήσουν ως κοινό σώμα το όραμά σου. Να τα ορίσεις κατά το δοκούν δηλαδή, όχι να υποδουλωθείς κάτω απ’ τον ζυγό της αυστηρής φόρμας τους, μπας και σου αναγνωριστούν τίποτα μαυρομεταλλικά credits – εκτός αν σου φτάνει να πουλάς μπλουζάκια σε δεκαπεντάχρονα. Το Belus είναι η εκ νέου απόδειξη. Δεν φυσάει κανέναν ανανεωτικό, βορινό αέρα, κάτι ψιλές ριπές μονάχα. Στα σίγουρα όμως συνεχίζει περιφανώς τη μοναχική Burzum παράδοση.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured