[συνέχεια από το Heading For Tomorrow/Sigh No More (επαυξημένη επανέκδοση)]

Αμέσως μετά την περιοδεία του Sigh No More δρομολογήθηκαν αλλαγές προσωπικού στο Gamma Ray στρατόπεδο, με στόχο να διατηρηθεί η γραμμή πυρός Scheepers–Hansen–Schlachter, αλλά να οχυρωθεί η rhythm section. Έτσι, κατέφτασαν ο Jan Rubach (μπάσο) με τον Thomas Nack (ντραμς), αμφότεροι από τους Anesthesia, και με αυτή τη σύνθεση ηχογραφήθηκε το «κρίσιμο», καθώς το θέλουν οι μουσικογραφιάδικοι μύθοι, τρίτο άλμπουμ.

Ακούγοντας το Insanity And Genius του 1993 [3/10] δύσκολα αποφεύγεις δύο συμπεράσματα: πρώτον, πως οι Gamma Ray πιστεύουν στα δισκογραφικά κλισέ και, δεύτερον, ότι πρόκειται για μια πολύ συντηρητική μπάντα. Γιατί εδώ, μπροστά στα «κρίσιμα», διατάσσεται...πίσω ολοταχώς από τον Hansen, πίσω δηλαδή στα power metal στεγανά και στον α-λα-Helloween ήχο – κοινώς πίσω στα σίγουρα και στα δοκιμασμένα, πόσο μάλλον όταν οι ίδιοι οι Helloween έμπαιναν τότε με το Chameleon στη βαθύτερη κρίση της ιστορίας τους και υπήρχε έτσι περιθώριο για μαζική μετάγγιση κοινού. “Tribute To The Past” ονομάζεται σημαδιακά η πρώτη σύνθεση και τα καλπάζοντα τύμπανα του Nack, παρέα με τα επικά, ρινικής εκπόρευσης, σκουξίματα του Scheepers δίνουν τον τόνο που θα κυριαρχήσει και στο υπόλοιπο άλμπουμ. Μόνο όμως η κιθάρα του Hansen, περήφανη μες στην τευτονική της αλαζονεία, θα διασωθεί τελικά από μια συνολικά κακή περφόρμανς, όπου ακόμα και ο σταρ του προηγούμενου δίσκου Scheepers ακούγεται ως καρικατούρα του μεγάλου του ειδώλου, του Rob Halford. Ανέμπνευστα τραγούδια (“Future Madhouse”, “Brothers”), κακή παραγωγή και ένα πνεύμα στείρου φορμαλισμού, πνίγουν το Insanity And Genius μέσα σε στερεότυπα ακόμα και στις λιγοστές πιο συμπαθείς του στιγμές (“18 Years”) – δεν το γλιτώνουν δε ούτε καν οι διασκευές στο “Gamma Ray” των Birth Control (στα bonus προσφέρεται η πλήρης, επτάλεπτη εκδοχή του κομματιού) και στο “Exciter” των Judas Priest.

Άθελά τους, οι Βρετανοί ιεροκήρυκες του Ιούδα θα αποτελέσουν τον καταλύτη πίσω από την πιο καθοριστική αλλαγή στους Gamma Ray. Γιατί, όταν έφυγε ο αρχιερέας Halford, ένας από τους δελφίνους για τη θέση ήταν και ο Scheepers – και τόσο τον απορρόφησε μάλιστα η προοπτική, ώστε σε κάποιο σημείο ο Hansen τον έθεσε προ των ευθυνών του. Εκείνος άφησε τότε το πόστο και ο Hansen το σκέφτηκε και αποφάσισε να αναλάβει ο ίδιος τα φωνητικά, παρότι κάθε άλλο παρά είχε διακριθεί την τελευταία φορά που είχε επιχειρήσει κάτι τέτοιο. Θυμηθείτε το πρώτο EP των Helloween, Walls Of Jericho, και θα συμφωνήσετε μαζί μου στο ότι η ιδέα έμοιαζε καταστροφική. Έλα όμως που έβγαλε στο πιο αγαπητό σε κοινό και κριτικούς άλμπουμ των Gamma Ray, την αίγλη του οποίου ακόμα εξαργυρώνουν, 15 χρόνια μετά.

Αν και απέχει παρασάγγας από το heavy metal που προσωπικά προτιμώ, το Land Of The Free του 1995 [7/10] είναι πράγματι το καλύτερο άλμπουμ των Gamma Ray και ένας απ’ τους πιο αξιοπρόσεχτους δίσκους στο κατά τα άλλα φτωχό, δημιουργικά, power metal ιδίωμα – παρότι δεν αποφεύγει τη φλυαρία ή κάποιες άστοχες επιλογές υλικού. Και οι αρετές του οφείλονται, ως έναν βαθμό, ακριβώς στο ότι ο Hansen προΐσταται των φωνητικών. Εμφανώς βελτιωμένος σε σύγκριση με το παρελθόν, μπορεί να μην είναι τραγουδιστής με την κλασική έννοια, διαθέτει όμως σωστή αντίληψη περί πειστικής ερμηνείας, είτε στο πιο επικό το ρίχνει, είτε στο πιο σκοτεινό (“Rebellion In Dreamland”, “All Of The Damned”). Η βραχνή του αγριάδα ωθεί παράλληλα τη rhythm section σε πιο «ξύλινα» μονοπάτια, ακριβώς εκεί όμως όπου αρχίζει να εγκυμονεί ο power metal φορμαλισμός, πότε ένα μελωδικό ρεφρέν, πότε μια γέφυρα, πότε ένα νεοκλασικό γύρισμα των κιθάρων και πότε τα πλήκτρα του Sascha Paeth (των Heavens Gate) φροντίζουν να διατηρούν μια πιο ποπ αίσθηση. Με τον τρόπο αυτό, τα 1980s Helloween δεδομένα δεν εξελίσσονται ακριβώς, τουμπάρονται όμως δημιουργικά και με την αίσθηση μιας προσωπικής «σφραγίδας», αποκτώντας τελικά έναν πιο μεταλλικό χαρακτήρα δίχως να απεμπολήσουν την ιδιαιτερότητά τους στο heavy φάσμα. Συνοδοιπόροι στο όραμα του Land Of The Free καταφτάνουν μάλιστα ο παλιόφιλος Michael Kiske, ο οποίος τραγουδάει το μέτριο “Time To Break Free”, καθώς και ο Hansi Kursch των Blind Guardian, που δεν διακρίνεται όμως ως βασικός ερμηνευτής, αλλά στην ειδικότητα της μπάντας του – στα δεύτερα φωνητικά με τον «διπλό» χαρακτήρα, όπως δηλαδή αυτά που ακούμε σε δύο από τις καλύτερες στιγμές εδώ, το “Abyss Of The Void” και το ομώνυμο του δίσκου track.

Έκτοτε, οι Gamma Ray δεν θα αναρριχηθούν ξανά σε κάποιον ανάλογα υψηλόκορμο αισθητικό λοφίσκο, ούτε όμως θα ξεπέσουν και σε κάποιον τόσο κακόγουστο πάτο σαν κι εκείνον του Insanity And Genius. Σε μια μεσοβέζικη κατάσταση θα σταθεροποιηθούν, αρκούμενοι στην επανάληψη και στην ανακύκλωση του Land Of The Free ύφους, μη βρίσκοντας περαιτέρω κανάλια φρεσκαρίσματος της power metal συνταγής. Άλλωστε, μετά το Mephisto των Rough Silk, το Visions των Stratovarius, τη μπαρόκ ένεση του πρώτου άλμπουμ των Rhapsody και κάποιες δουλειές των Kamelot (άντε, εντάξει, και των Blind Guardian...), το είδος εξάντλησε νομίζω πλήρως τον όποιο δημιουργικό ορίζοντα του είχαν αφήσει οι Helloween των δύο Keepers.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured