Ομολογία Νο. 1: με κάποιους από τους τροβαδούρους του σήμερα, καλλιτέχνες δηλαδή οι οποίοι δημιουργούν απλές, καθαρές folk φόρμες για να μελοποιήσουν τις σκέψεις ή ιστορίες που γεννά η ποιητική τους φύση, έχω ένα θέμα. Ίσως γιατί αρκετές από τις περιπτώσεις που έχω στο μυαλό μου λίγη σχέση έχουν με τις (όποιες) μουσικές εξελίξεις έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια, λίγη θέληση να εμπλουτίσουν το στιλ τους με διαφορετικά στοιχεία ή – ακόμη χειρότερα – λίγη από την ποιητική φύση που θεωρούν ότι κατέχουν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Στέκονται, έτσι, ευλαβικά κάτω από το γκρίζο, κι όμως αναμφισβήτητα εκτυφλωτικό φως, το οποίο έχει φέρει στην επιφάνεια καλλιτέχνες όπως τους Leonard Cohen, Bob Dylan, Tim Buckley, και Neil Young, χωρίς σκοπό να προχωρήσουν παρακάτω. Ο σκοπός άλλωστε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι η εξιστόρηση κάποιων στιχουργικών σκέψεων, πλαισιωμένων από όμορφες, μελαγχολικές μελωδίες.

Ποια η ανάγκη, επομένως, για σύνθετες μουσικές σκέψεις; Χωρίς να θέλω να μειώσω την εν δυνάμει καλλιτεχνική αξία των παραπάνω, δεν μπορώ παρά να διαπιστώσω ότι η ανάγκη αυτή συχνά εκλείπει. Υπάρχουν βέβαια εξαιρέσεις, υποπεριπτώσεις και αστερίσκοι, καθώς και δημιουργοί που εφορμούν από τα παραπάνω μουσικά καταφύγια, καταφέρνοντας όμως να διατηρήσουν το μελωδικό τους ενδιαφέρον αναλλοίωτο (για να μην αναφερθώ καθόλου στην κατηγορία όσων ενέπλεξαν τα παραπάνω με άλλα αρώματα), όπως φυσικά υπάρχει και το ενδεχόμενο μια όμορφη, απλή (όχι απλοϊκή) ενορχήστρωση σε συνδυασμό με μια ενδιαφέρουσα ιστορία να είναι υπέρ-αρκετά.

Ομολογία Νο. 2: με τον συγκεκριμένο τροβαδούρο, τον Simon Joyner από την πολιτεία της Νεμπράσκα, οι όποιες σχέσεις μου περιορίζονται σε αποσπασματική ακρόαση κάποιων παλαιότερων κομματιών του (από μια συλλογή του 2006) και στην ενδελεχή ακρόαση του Out Into The Snow. Δεν μπορώ, επομένως, να εκφέρω έγκυρες κρίσεις για την εμπλουτισμένη προσέγγιση που, από ό,τι διαβάζω, εισάγει στον συγκεκριμένο, δωδέκατο, δίσκο του – ούτε για τις συγκρίσεις της με τα πεπραγμένα. Λαμβάνοντας πάντως υπόψη τις παραπάνω δύο ομολογίες και συνυπολογίζοντας το ενδιαφέρον μου για τούτη την εμπλουτισμένη με μπόλικα έγχορδα, χαμηλών τόνων folk του Joyner, επιχειρώ την αποτίμηση του άλμπουμ, αποδεσμευμένος (εκ των πραγμάτων) από την αλληλουχία του χρόνου και των συν αυτώ εμπειριών που αποκόμισε ο δημιουργός.

Παρατηρώ, καταρχήν, ότι οι περισσότερες από τις οκτώ συνθέσεις του δίσκου ξεπερνούν αρκετά τις συνηθισμένες διάρκειες των folk κομματιών – ένα στοιχείο που μπορεί, ενδεχομένως, να καταδείξει αυτή την προσπάθεια εμπλουτισμού της ακραιφνώς folk προσέγγισης του Joyner. Ενδεικτικό, ας πούμε, το εναρκτήριο “Drunken Boat”: με διάρκεια γύρω στα εννιάμιση λεπτά, γίνεται αντιληπτός ο παραδοσιακός folk χαρακτήρας του τραγουδοποιού – εμφανώς επηρεασμένος από τους μεγάλους του ιδιώματος οι οποίοι αναφέρθησαν παραπάνω – αλλά και η εισαγωγή κάποιων στοιχείων από τον εν γένει χώρο της americana, καθώς και η ιδιαίτερη στιχουργική του Joyner. Τα έγχορδα όμως που καταλαμβάνουν τη σύνθεση μετά το έκτο περίπου λεπτό, φέρνουν στην επιφάνεια μια διάθεση για ενορχηστρώσεις οι οποίες ξεπερνούν την απλοϊκότητα του μοτίβου ακουστική κιθάρα/φωνή. Κάτι που – τηρουμένων των αναλογιών – ενυπάρχει σε όλο τον δίσκο. Έγχορδα και πιάνο, λοιπόν, είναι κυρίως όσα ενισχύουν τη folk δομή των τραγουδιών, δίνοντας ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε συνθέσεις όπως το προαναφερθέν “Drunken Boat” ή τα “Ambulances” και “The Arsonist”, που μάλλον αποτελούν και την αφρόκρεμα του Out Into The Snow. Αλλά το γεγονός ότι πρόκειται για τα τρία πρώτα τραγούδια του άλμπουμ δημιουργεί ένα ζήτημα, παρόλο που ενδιαφέρουσες στιγμές υπάρχουν και στη συνέχεια – όπως λ.χ. το “Last Evening On Earth” ή το εσωστρεφές “Peace In My Time”, με τα υπέροχα διπλά φωνητικά στο ρεφρέν.

Αιωρείται δηλαδή σε όλη τη δουλειά ένα φάντασμα των προπατόρων της folk, το οποίο αρνείται να αναπαυθεί εν ειρήνη, αφού ανακαλείται συνεχώς και αδιαλείπτως όλα αυτά τα χρόνια. Την παρουσία του ίσως μάλιστα ενισχύει η φωνή του Joyner, καθώς νομίζεις πως είναι γενετικά μεταλλαγμένη ώστε να θυμίζει το δυνατόν περισσότερους από τους ένδοξους μουσικούς προγόνους του. Όπως την ενισχύει, επίσης, η χροιά μιας τετριμμένης προσέγγισης. Αλλά προσπερνώ, υιοθετώντας το τελευταίο σκέλος της πρώτης ομολογίας.

Διαβάζω πως ο Simon Joyner θεωρείται ένας από τους πιο παραγνωρισμένους μουσικούς της αμερικανικής folk. Λένε μάλιστα πως για του λόγου του τρέφουν μεγάλη εκτίμηση ο Conor Oberst (Bright Eyes), ακόμα και ο John Peel (πριν αποδημήσει εις Κύριον εννοείται). Με τις πρώιμες, πενιχρές μου γνώσεις περί της τραγουδοποιίας του, θεωρούσα την εν λόγω κρίση αρκετά υπερβολική. Ακούγοντας όμως το παρόν πόνημά του, πείθομαι κατά τι περισσότερο. Διότι μπορεί ο Simon Joyner να μην αποδεικνύεται αλχημιστής, πάντως δείχνει στο Out Into The Snow πως διαθέτει τη δυνατότητα να ντύσει τις όμορφα εκφρασμένες ιστορίες του με ενδιαφέρουσες, σκοτεινές μελωδίες, έστω κι αν η θεματολογία περί «μεθυσμένων καραβιών» και διάφορων γκρίζων ιστοριών αγάπης δεν ξαφνιάζει. Δεν νομίζω, πάντως, να καλύπτει κανέναν η βαρύγδουπη τελευταία πρόταση του δελτίου τύπου της Team Love, ότι δηλαδή ο Joyner είναι πιθανώς «ο καλύτερος τραγουδοποιός που έχετε ποτέ ακούσει» (κάποια στιγμή πρέπει επιτέλους να λάβει τέλος αυτή η άνευ όρων αγιοποίηση των πάντων στα δελτία τύπου). Σίγουρα όμως πρόκειται για έναν άνω του μετρίου δίσκο, από έναν αξιόλογο μουσικό.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured