Η Erased Tapes είναι ένα λονδρέζικο label, που εστιάζει την προσοχή του σε κυκλοφορίες cinematic pop μουσικής – όπως εκείνο τις λέει – έχοντας στο δυναμικό του ονόματα όπως ο Olafur Arnalds και ο Peter Broderick, και ηχογραφήσεις κυμαινόμενες από το neo-classical πεδίο μέχρι το post-rock. Αυτή την «ιδεολογική» συνοχή έρχεται να διακόψει το IO του Ryan Lee West, ο οποίος δημιουργεί κάτω από το moniker Rival Consoles.

Το IO αποδεικνύεται ικανό να ταρακουνήσει τη σχετικά στάσιμη –τουλάχιστον την τελευταία διετία – club κουλτούρα, να την αλλάξει συθέμελα. Μέσα σε κάτι περισσότερο από 46 λεπτά, χωρίς ούτε ένα νεκρό δευτερόλεπτο, ο 25άρης Ryan από το Leicester καταφέρνει να «κυοφορήσει» έναν μοναδικό, πυρωτικό, dance δυναμίτη που βασίζεται πάνω σε τριζάτα αναλογικά synths, απίστευτα catchy tunes, αλλά και πάρτα-στη-μούρη techno beats. Για του λόγου το αληθές, το ραδιόφωνο του BBC δεν δίστασε να τον ανακηρύξει «electro genius», το Clash παραμιλούσε τοποθετώντας το άλμπουμ στα εξέχοντα του είδους για την περασμένη χρονιά, ενώ το παραδοσιακά trendy NME το βαθμολογούσε μ’ ένα μεγαλοπρεπέστατο 7άρι, αφιερώνοντας άκρως κολακευτικές αράδες.

Το ξεκίνημα του IO πραγματώνεται με το δυναμικό “Milo”, όπου ο ακατάπαυστος ρυθμός και τα techno beats δίνουν το σύνθημα για ατέρμονο χορό, ενώ η συνέχεια – με την progressive αισθητική της ομώνυμης σύνθεσης – προετοιμάζει το έδαφος για το απόλυτο “1985”. Τίποτα δεν προμηνύει αυτό που θα επακολουθήσει στο συγκεκριμένο track, αφού ξεκινά σαν γνήσιος βιομηχανικός techno θόρυβος για να μετασχηματιστεί σύντομα σε ένα techno-trance anthem, ποιοτικά ανάλογο του “Black Snow” των Rank 1. Και αυτό κρατάει μονάχα για ένα λεπτό, τερματίζοντάς το απότομα στο απόγειό του, εκεί όπου άλλοι παραγωγοί θα το συνέχιζαν για τουλάχιστον 2-3 λεπτά ακόμη. Αυτή είναι και η μοναδικότητα του Rival Consoles, αφού σπάνια υπερβαίνει τα τέσσερα λεπτά, εκεί όπου οι υπόλοιποι αναπτύσσουν τις ιδέες τους σε διπλάσιο ή και μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Μετά το “1985”, έρχεται το “Func” να μας στοιχειώσει με τα ατμοσφαιρικά σκοτεινά πλήκτρα σε deep house αναζητήσεις, ενώ το “Electrorate” δομείται σταδιακά μέσα από χαλασμένα beats και παραμορφωμένα samples, ώστε να γιγαντωθεί σε μία εμπειρία αυτοκάθαρσης – με τη mellow trance να παίρνει την υφολογική σκυτάλη. Το “Preoccupied Fashion Bastard” λοξοκοιτά προς Prodigy μεριά, όταν τουλάχιστον οι τελευταίοι βρίσκονταν ακόμη στα ντουζένια τους, ενώ τα αιθέρια έγχορδα του “PVAR” έρχονται την κατάλληλη στιγμή για ν’ αποπροσανατολίσουν κάπως τον ακροατή από τον ηλεκτρονικό ορυμαγδό. Το «χτύπημα» ακολούθως του “XPR VR”, με τον εκκωφαντικό μιλιταριστικό ρυθμό και τα κυκλωτικά ηχοτόπια, μεταμορφώνουν την ακρόαση σε μία ξεχωριστή εμπειρία. Το “Digital Fuck” είναι αυτό ακριβώς που δηλώνει ο τίτλος του: ένα ψηφιακό, ακραίο κομψοτέχνημα αυστηρά ακατάλληλο για τεχνοφοβικούς, ενώ η IDM του “Agenda” είναι το κομμάτι που θα ήθελαν διακαώς να είχαν ηχογραφήσει οι Autechre, αν δεν εκτροχιαζόταν στην εξέλιξή του σ’ έναν rave θρίαμβο. Για το τέλος, το αναβιωτικό “ARP”, το οποίο φλερτάρει εντόνως με τη φιλοσοφία των Kraftwerk, κλείνει μεγαλόπρεπα τον δίσκο ανάμεσα σε 1980s αναθυμιάσεις.

Σπανίως απαντάται παρόμοιος δημιουργικός οίστρος, ανεξαρτήτως μουσικής τάσης, πόσο μάλλον στον σχετικά κορεσμένο χώρο της ηλεκτρονικής σκηνής. Κάθε δευτερόλεπτο, για την ακρίβεια κάθε κτύπος του IO, κρύβει κάτι μεγαλειώδες πίσω του. Εγκυμονεί ένα αέναο πέπλο μεταβλητότητας, μία τάση/ένταση μοναδικότητας σε κάθε νότα. Και, το πλέον σημαντικό, τίποτα δεν μπορεί να προβλεφθεί από τον ακροατή, ούτε κάποιο track θυμίζει κάποιο άλλο. Ακόμα «χειρότερα», μέσα στο ίδιο κομμάτι εσωκλείεται συνήθως μία εντροπία σπάνια, η οποία το μεταμορφώνει συνεχώς, όπως άλλωστε παρατηρείται σ’ ένα ζωντανό οργανισμό. Κάτι που φυσικά δεν γίνεται επί τούτου, αφού προκύπτουν τόσο αβίαστα και ανεπαίσθητα οι αλλαγές, ενώ συνάμα αποφεύγεται η αίσθηση του ηχητικού κολάζ. Επιπλέον, η χρήση αναλογικών συνθεσάιζερ δημιουργεί ένα ιδιαίτερα φυσικότερο αποτέλεσμα, περισσότερο δηλαδή «γήινο», που αναδεικνύει τη μελωδικότητα και την αμεσότερη προσέγγιση στο εγχείρημα. Λειτουργώντας έτσι, με αντίστοιχη επιτυχία, τόσο στα dance floors των μεγαλύτερων club ηλεκτρονικής μουσικής, όσο και στο σαλόνι του σπιτιού σου.

Πέρα από είδη και τάσεις, πρόκειται για έναν δίσκο απαραίτητο, ειδικά για όσους συνέχισαν να παρακολουθούν τα electronica/dance δρώμενα και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας που μόλις πριν λίγο μας άφησε.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured