Όταν ο όρος πολυσυλλεκτικότητα καταρρίπτεται ως παρωχημένος και αδύναμος να εκφράσει σε πραγματικούς όρους την πολυμορφία ενός δίσκου, τότε το πιθανότερο είναι ότι βρίσκεσαι στα όρια της ασυναρτησίας. Ή μήπως της μεγαλοφυΐας; Η αλήθεια βέβαια είναι ότι, εν προκειμένω, δύσκολα χαρακτηρίζεις τούτους τους παλαβούς τύπους από τη Βαρκελώνη ως μεγαλοφυείς. Εάν μάλιστα μείνεις στην πρώτη, επιφανειακή εντύπωση, τότε πιθανόν αυτό το όριο ασυναρτησίας και αλλοφροσύνης να σου φανεί προ πολλού ξεπερασμένο και οι τρεις εγκέφαλοι, οι οποίοι ευθύνονται – κατά πρωτεύοντα ρόλο – για το αποτέλεσμα, κλινικές περιπτώσεις. Κι όμως, οι Za! μοιάζουν να ισορροπούν επιδέξια στο διάκενο που δημιουργείται μεταξύ πολυσυλλεκτικότητας και ασυνάρτητης παράθεσης επιρροών και ακουσμάτων, σωφροσύνης και παράνοιας, χαβαλέ και σοβαρής (σε καμία όμως περίπτωση σοβαροφανούς) καλλιτεχνικής κατάθεσης.

Η διαπίστωση μιας τέτοιας επιδεξιότητας δεν έρχεται αβίαστα. Είναι πιθανό, μάλιστα, αυτό το ιδιόρρυθμο χαρμάνι ιδιωμάτων, διαθέσεων και επιρροών να προκαλέσει σε κάποιους – αλλεργικούς στην έλλειψη μιας ξεκάθαρης, εντός ορισμένων πλαισίων, φόρμας – ανεπιθύμητες παρενέργειες, μέχρι και σοβαρές διαταραχές, εάν η χρήση γίνει βαθύτερη από απλά επιδερμική. Οι Za! πάντως ρίχνουν τις προειδοποιητικές βολές από τα πρώτα ήδη δευτερόλεπτα του Macumba O Muerte (δεύτερη δουλειά τους), οπότε εάν κάποιος δεν διαθέτει το συγκεκριμένο...ένζυμο μπορεί να αποχωρήσει εγκαίρως, χωρίς να αποτολμήσει μια κατάδυση στα ενδότερα. Οι βολές προέρχονται από το εναρκτήριο “Bugamaistah, Spazzfrica Ehd & Papa Dupau Vs. Ceaucescu”, το οποίο ξεκινάει με μια λούπα αποτελούμενη από τις κραυγαλέες αναφωνίες των ψευδωνύμων των τριών μελών τους (Bugamaistah, Spazzfrica Ehd & Papa Dupau δηλαδή), προτού ακολουθήσουν τα τύμπανα, η κιθάρα και το μπάσο. Κι εκεί που αρχίζουν όλα μαζί να δίνουν γκάζια και ο πρόθυμος ακροατής αρχίζει και (καρα)πωρώνεται, τραβιέται το χειρόφρενο, το όχημα εκτρέπεται της πορείας του, φιδογυρίζει με ακατάληπτες παύσεις, για να ξαναπάρει μπρος πολύ αργότερα και αναπάντεχα!

Τυπικό δείγμα των ιδιαίτερων (για να μην πω ψυχασθενικών) συνθετικών συνηθειών των Za! το να μην σου προσφέρουν το προφανές. Αυτό δηλαδή που πιθανότατα θα σε πωρώσει περισσότερο, αλλά τελικώς ρέπει προς μια πιο προφανή και – σχετικά – εύκολη λύση για τον εκάστοτε συνθέτη. Και η συνεχής (στη διάρκεια του δίσκου) εφαρμογή αυτής της λιγότερο προφανούς λύσης σε συνθετικά προβλήματα (τόσο στην επιλογή του δρόμου στο σταυροδρόμι που λέγεται αλλαγή, όσο και στην επιλογή ευθείων, αντί κυκλικών, δομών) καθιστά την εν λόγω πρακτική όχι τυχαία, αλλά απολύτως συνειδητή επιλογή. Εάν συνυπολογίσει δε κανείς και τις μυρουδιές από τα τόσα ιδιώματα που μεταχειρίζεται ο δίσκος θα καταλάβει πως αποτέλεσε σκοπό των Za! να χρησιμοποιήσουν πρωτίστως τη φαντασία τους. Τοποθετώντας έτσι διάφορους μουσικούς κόσμους τον ένα δίπλα, μέσα ή πάνω στον άλλο, μοιάζουν να αιωρούνται ανάμεσα σε όλα αυτά τα δίπολα που ανέφερα στην εισαγωγή. Και σε άλλα τόσα…

Υποστηρικτικά των παραπάνω, μπορώ να αναφέρω πολλά παραδείγματα, πολλές λεπτομέρειες για το πώς οι Za! εκτρέπουν την πορεία μιας σύνθεσης, αλλά και ολόκληρου του Macumba O Muerte. Θα χρειαστώ, όμως, αρκετές ακόμη παραγράφους, οπότε αυτολογοκρίνομαι και αρκούμαι να πω ότι οσμίστηκα δύο κυρίως ευθείες αναφορές σε μπάντες που, κατά τα φαινόμενα, έχουν επηρεάσει βαθιά την ψυχοσύνθεση των Καταλανών: οι Shellac (διόλου τυχαία, το άλμπουμ στάλθηκε για mastering στον Bob Weston – μπασίστα των Shellac) και οι Mr. Bungle. Σε αυτούς προσθέστε κι ένα μάτσο άλλες εμβόλιμες αναφορές σε jazz (οι Lounge Lizards ίσως να ταίριαζαν σαν μια παραπομπή), post rock, ανατολίτικα αρώματα, post hardcore, hard rock, ακόμα και στο khoomei (το είδος δηλαδή τραγουδιού βασισμένο στις κυκλικές αναπνοές, που απαντάται στις μογγολικές στέπες – γνωστότεροι εκπρόσωποι οι Huun Huur Tu) κι ίσως πάρετε μια ιδέα περί τίνος πρόκειται. Από την αποδόμηση όλων των παραπάνω και την εκ νέου δόμηση των επιλεγμένων στοιχείων προκύπτουν διαμάντια, όπως τα “Mobutu #1: Kinshasa Beat” και “Mobutu #2: Katanga Boma-Ye”, το “Que Viene Hammurabi”, το “Poligamo Industrial” (τον τίτλο τον αφήνω ασχολίαστο!) – τη μόνη ηλεκτρονική σύνθεση η οποία μάλιστα βρίσκεται κοντά σε dubstep(!) μονοπάτια – ή το τετραμερές “Doble Cobra”. Αν και, γενικά, δεν υπάρχει καμία σύνθεση που να στερείται της ρηξικέλευθης αισθητικής των Καταλανών. Ειδική μνεία οφείλω στον drummer των Za!, σωστό πολυβόλο διαδοχικών ρυθμών ανά στιγμές, του οποίου η ευρηματικότητά οδηγεί τη συνθετική παραφροσύνη της μπάντας στα άκρα.

Εν κατακλείδι, το Macumba O Muerte είναι ένας δίσκος γεμάτος από συμπυκνωμένη όμορφη τρέλα και μια διάθεση για διαφοροποίηση, από δομές, αξίες και στερεότυπα, τόσο, ώστε στο τέλος γίνεται προφανές ότι δεν θα ακολουθηθεί η προφανής οδός! Ως είθισται βέβαια, η συνειδητή διαφορετικότητα εμπεριέχει το τίμημα της πιθανής απαξίωσης. Πείτε μου όμως σοβαρά… Πώς θα σας φαινόταν ένας (μουσικός έστω) κόσμος χωρίς τέτοιους σαλταρισμένους τύπους, οι οποίοι μοιάζουν να έχουν ως αυτοσκοπό τη φυγή από τα καθιερωμένα και τη θανάσιμη ομοιομορφία που αυτή (αναπόφευκτα ίσως) φέρνει; Θα ήταν σίγουρα πιο ορθολογιστικός. Δεν θα ήταν όμως κομματάκι ανιαρός;

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured