«Ο λόγος που κυκλοφόρησε το 200 Tons Of Bad Luck ήταν μόνο η θέληση της εταιρείας. Έλεγαν ότι είναι κάπως περίεργο να κυκλοφορείς ταυτόχρονα δύο τόσο διαφορετικούς δίσκους (The Ressurectionists & Night Raider) και ότι οι κριτικοί δεν θα το παρουσίαζαν, το κοινό θα μπερδευόταν και ότι έπρεπε να φτιάξω μια συλλογή από τους δύο δίσκους ώστε να κυκλοφορήσει ένα μονό cd».

Αυτά και πολλά άλλα δήλωσε ο Justin Greaves των Crippled Black Phoenix στη συνέντευξη που έδωσε στο Avopolis τον Σεπτέμβριο. Όπου σταθεί κι όπου βρεθεί προσπαθεί σκληρά να μην εκτροχιαστεί, αλλά είναι ηλίου φαεινότερο ότι τα έχει πάρει στο σκαλπ με τον Geoff Barrows των Portishead. Αυτός από την άλλη έχει την Invada και κάνει ό,τι του καπνίσει. Εμείς εδώ ακολουθούμε πάντως την επιθυμία του δημιουργού (sorry, Geoff) και παρουσιάζουμε τις εντυπώσεις από τα δύο άλμπουμ της μπάντας.

Στην επική, δεκαεννιάλεπτη τριλογία “Time Of Ye Life/Born For Nothing/Paranoid Arm Of Narcoleptic Empire”, με την οποία ανοίγει το Night Raider, θα συναντήσεις ατμόσφαιρες που θα σου θυμίσουν αρχικά Labradford, ενώ μετά τα τέσσερα πρώτα λεπτά προστίθεται και μια εσάνς Pink Floyd, που θα έκανε τον Roger Waters να χαμογελάει σαρκαστικά – χτίζεται αργά και όμορφα πάνω σε ελαφρώς μεταλλίζουσες αποχρώσεις, δημιουργώντας ό,τι οι Crippled Black Phoenix Phoenix ονομάζουν «end time ballad». Στο δεκάλεπτο τα synths κάνουν την εμφάνισή τους (με τον τρόπο του Rick Wright στο “Welcome To The Machine”), η ένταση γίνεται ένα κατάμαυρο, παχύρρευστο υγρό που ζεματάει και κάπου εκεί τα drums ξυπνούν από τη λήθη. «Δεν φτιάχνουμε μελαγχολική μουσική, αλλά ίσως μοναχική. Σε αυτά τα τραγούδια γίναμε περισσότερο κυνικοί, όχι όμως θλιμμένοι», υποστηρίζει η μπάντα αλλά η διάθεσή τους περνάει πολλά σκαμπανεβάσματα: μπορεί όχι μελαγχολία αλλά σίγουρα σαρκασμός, ψήγματα επιθετικότητας και οργής αλλά κυρίως μια ιδιότυπη εσωστρέφεια, εκφραζόμενη ανοιχτά. Μπαλάντες που θυμίζουν funeral parties (“Bat Stack”) με επίτιμο καλεσμένο το πνεύμα του Tom Waits (“Along Where The Wind Blows”), μπόλικα μεθυσμένα πνευστά σαν ξεχαρβαλωμένη ακολουθία κηδείας στη Νέα Ορλεάνη, ενώ αργότερα – και μετά την εφιαλτική εισαγωγή μουσικής τσίρκου – το σκηνικό αλλάζει σε πιο καθαρές ροκιές (“Onward Ever Downwards”). Ήχοι από τον δρόμο, ήχοι βροχής, μπλέκονται σε ένα κινηματογραφικό σκηνικό που θυμίζει ταινίες του Hartley (“Trust”, “Simple Men”), καθώς και αγγλικά τοπία (“A Lack Of Common Sense”). Το πιάνο δε στο “I’m Free, Today I Perished” παίζει λες και ο Nick Cave κάθεται μόνος ένα απόγευμα και, νηφάλιος, θυμάται ξανά το “Into My Arms”.

Το Ressurectionists πάλι, ανοίγει υποβλητικά με το “Burnt Reynolds”, το οποίο, πέρα από όποια διάθεση χιούμορ για τον γνωστό βλαχοηθοποιό, ηχεί σαν αυτοκαταστροφική μελωδία, με μπόλικές δόσεις Floyd φωνητικών αρχικά τα οποία μετά ενσωματώνονται σε μια πιο χορωδιακή κατάσταση, μεταμορφώνοντας τη μπαλάντα σε metal ύμνο (βλ. Iron Maiden), για να απογειωθεί τελικά την ώρα που σκάνε και οι κιθαριστικές ηλεκτρικές εκκενώσεις. Τα μουσικά μοτίβα του Waters επανέρχονται δριμύτερα στο καπάκι με το “Rise Up And Fight”. Γρήγορο τέμπο δυνατά τύμπανα και synths κρατούν ρυθμούς α-λα-Final Cut, αλλά η φωνή φλερτάρει με τη χροιά του Roger Gilmour. Συνέχεια σε πιο ακουστικά freak folk μπαλαντο-μονοπάτια με το “Whissendine” και το “Crossing The Bar” να δίνουν βαρύτητα στο τσέλο και σε μια ιδέα drone, ενώ μπόλικο ακορντεόν χαρακτηρίζει το “200 Tons Of Bad Luck” και αργόσυρτοι ρυθμοί – με τα drums να δίνουν τόνο παρέλασης, και το πιάνο στο προσκήνιο – στη στοιχειωτική μελωδία του “Please Do Not Stay Here”, ενώ μια λάγνα γυναικεία φωνή ψιθυρίζει καταραμένα λόγια στο “Song For The Loved”. Χορωδία σε εκκλησιαστική κατάνυξη (“A Hymn For A Lost Soul”) και στο καπάκι η θύμηση των King Crimson και του Βιολιστή Στη Στέγη στον υπνωτιστικά ζαλιστικό ρυθμό του “444”.

Με τόσο (και τέτοιο) υλικό σίγουρα η περιγραφή θα μπορούσε να συνεχίζεται για πολύ ακόμα... Στη διπλή κυκλοφορία τους The Ressurectionists/Night Raider, οι Crippled Black Phoenix αποδεικνύουν πως καλύπτουν ένα μέρος από το κενό που επικρατεί στo rock σήμερα. Δεν επαναπαύονται στις άρτιες τεχνικές τους, αλλά πειραματίζονται συνεχώς. Πετάνε στα σκουπίδια τις ταμπέλες που τους φοράμε – prog, post rock, alternative, folk, ambient, doom ή οτιδήποτε άλλο – και παίζουν μουσική για μια μοναχική γιορτή, η οποία δεν τελειώνει ποτέ. Όπως ακριβώς και οι «end time» μπαλάντες τους.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured