Την αγάπη ως απάντηση έθεσε η Barbra Streisand στον πρόσφατο δίσκο της και – παρότι το μόνο που εκείνη μοιράζεται με τους Eels είναι η καταγωγή από τη χώρα των 50 πολιτειών – αυτήν θα επικαλεστώ κι εγώ εδώ. Να με συγχωρείτε λοιπόν, εταιρείες, που άσκησα πειρατεία τη μέρα κιόλας κυκλοφορίας του End Times, όμως με δεδομένο ότι ποτέ δεν μας στείλατε το Hombre Lobo δεν θα σας περιμένω. Ούτε το Pitchfork θα περιμένω να αποφανθεί, για να σκεφτώ αν θα ασχοληθώ άμεσα με το άλμπουμ. Όχι όταν μιλάμε για τον αγαπημένο μου τραγουδοποιό-ηγέτη μπάντας των 1990s (μαζί με τον Robert Fisher, που, εντάξει, είναι ανώτερος).

Την αγάπη όμως ως απάντηση επικαλείται και ο Mark Oliver Everett, προκειμένου να αρθρώσει τον βασικό ιστό τραγουδοποιίας πίσω από το End Times – όγδοο στούντιο για τους Eels, για όσους κρατάτε σκορ και ρεκόρ. Την τσακισμένη, έστω, αγάπη, καθώς η βιωματική κεντρική ιδέα προέρχεται από το προ πενταετίας διαζύγιό του. Ο Mark Oliver Everett του End Times είναι ένας άνθρωπος κλεισμένος στο σπίτι του, στο υπόγειο για την ακρίβεια. Το έξω τον τρομάζει: «Well, it’s a pretty bad place outside this door, I could go out there but I don’t see what for». Και όταν βγαίνει έξω χειρότερα γίνεται, γιατί νιώθει ότι ο μόνος άνθρωπος με τον οποίον μπορεί να ταυτιστεί είναι ο τρελόγερος που κηρύττει το «μετανοείτε διότι έρχεται» – αδιάφορο αν πρόκειται για τον Μεσσία ή τον Αρμαγεδδών, στον Everett μένει μονάχα η αίσθηση του οριστικού τέλους. Που την ξέρει πολύ καλά, καθώς την έχει ζήσει και σε ακόμα πιο αμετάκλητες μορφές.

Εκεί λοιπόν κάθεται, στο σπίτι του. Και, παρέα με ένα παλιό τετρακάναλο, πότε αναπολεί τα στάδια της σχέσης με την Άννα όπου ο έρωτας απόκτησε τη στυφή γεύση του μισογινωμένου λωτού (“A Line In The Dirt”) και πότε αποπειράται να ξορκίσει τους δαίμονες της μοναξιάς – αυτού του τέρατος που κοιμάται τη μέρα, αλλά με το σούρουπο σου πίνει το αίμα πιο βάναυσα και από βρικόλακα. Περιστασιακά ζητάει απαντήσεις και από τον Θεό. Όλοι δεν του ζητάμε κάποτε; Άσε που νιώθει να γερνάει. Το τονίζει και με το εξώφυλλο, μα και με το “In My Younger Days”. Έχει πια περάσει τα 40 και ο χρόνος αρχίζει και βαραίνει.

Μουσικώς οι Eels δεν έχουν πάει πουθενά. Ο ορίζοντας έχει (χρόνια τώρα) εξαντληθεί και ως μόνο μελωδικό όπλο απομένει η έξυπνη αναδιάταξη των όμορφων πιάνων και κιθάρων τους (με ή χωρίς έγχορδα να συνοδεύουν). Όμως η ψυχή του Everett δεν είναι αυτή του ηγέτη μπάντας μα του τραγουδοποιού. Κι έτσι η δύναμη των Eels παραμένει ακμαία όσο ο εγκέφαλός τους έχει κάτι να πει και τον τρόπο να το πει. Και στο End Times έχει και κάτι να πει μα βρίσκει και τον τρόπο. Αναμφίβολα δεν διαθέτει πια την αισθητική σημασία που είχε στα 1990s, παραμένει όμως κάτι με αξία. Μπορεί καμιά φορά ο Everett να αποπειράται να δει την όλη υπόθεση με χιούμορ, όπως π.χ. όταν σκαρώνει την α-λα-1960s ρυθμική στρακαστρούκα “Gone Man” – ξεκινώντας μάλιστα με τα λόγια των Rolling Stones: «I used to love her, but it’s all over now» – όμως η γραφή του ανθεί στη σκιά. Όπως π.χ. στο “Nowadays”: εκεί το μινιμάλ της μελωδίας (αλλιώς, το θαύμα της βραχνής φυσαρμόνικας) συναντά τα σώψυχα ενός τσακισμένου ανθρώπου, που μπορεί να λάτρεψε ως πρότυπο τον Tom Waits, ο ίδιος όμως τραγουδάει τις μνήμες και τις σκέψεις του με ένα ολόδικό του κρώξιμο, κάπου μεταξύ Levon Helm και Bruce Springsteen.

Τον Everett όμως τον αγαπώ και για έναν ακόμα λόγο: όσο και αν τον τραυματίζει η απώλεια και αν τον ματώνει η μοναξιά και ο χρόνος που κυλά, δεν χάνει την ελπίδα του. Δεν είναι ο μίζερος κλάψας, ο «έντεχνος» του δικού μας μικρόκοσμου, τον οποίον παίρνει το παράπονο με το παραμικρό και ζητάει κατόπιν από τον κόσμο να μπαλώσει τις πληγές του με χάδια. Μπορεί να του ξεφεύγει και να κλαψουρίζει σαν ανθρωπάκι στο “I Need A Mother”, αλλά διαμέσου του End Times διακρίνεται καθαρά το φως του αύριο από τη γρίλια. Έτσι δεν είναι, άλλωστε; Όσο και να σου λείπει το να σφαλίζεις τα βλέφαρα στην αγκαλιά της, δεν το ξέρεις ότι θα ξημερώσουν και καλύτερες μέρες;

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured