Χαζεύοντας στο ίντερνετ σχετικά με τη συγκεκριμένη, πρώτη, δισκογραφική κατάθεση του (καλλιτεχνικού αλλά και συναισθηματικού) ντουέτο των Jonsi Birgisson (των Sigur Ros) και Alex Somers, παρατήρησα ότι το Riceboy Sleeps έγινε αποδεκτό με κριτικές που ξεκινούσαν από θετικές και έφταναν μέχρι διθυράμβους. Μου εγέρθηκε όμως ένας προβληματισμός: κατά πόσο τέθηκε σε κρίση η μουσική του δίσκου αυτή καθαυτή και κατά πόσο άραγε συνεκτιμήθηκε (ή υπερίσχυσε) η διαγραφείσα πορεία του Jonsi με τους αγαπημένους Sigur Ros; Με άλλα λόγια, οι κριτικές θα ήταν ίδιες αν αντί του Jonsi υπήρχε κάποιος άλλος, άφθαρτος, καλλιτέχνης; Μάλλον όχι.

Και δικαίως, πιθανότατα. Η μουσική άλλωστε δεν συνίσταται ως ένα ψυχρό αποτέλεσμα έργου, αλλά (μπορεί να) είναι μια συνεχής και αδιάκοπη αλληλουχία καλλιτεχνικών σκέψεων. Επομένως η (καλλιτεχνική) προσωπικότητα του δημιουργού παίζει αναμφιβόλως τον δικό της ρόλο στη διαμόρφωση τόσο του καλλιτεχνικού αποτελέσματος, όσο και της επί αυτού κρίσης. Ο προβληματισμός αφορά απλώς το πόσο βαρύνουσας σημασίας αναδεικνύεται τελικά αυτός ο ρόλος στο κομμάτι της κρίσης… Πάντως, το Riceboy Sleeps αντιπροσωπεύει ένα μόνο μέρος της καλλιτεχνικής θεώρησης των Birgisson και Somers. Γιατί είχε προηγηθεί το 2006 ένα ομότιτλο βιβλίο με τις εικαστικές τους αναζητήσεις, ενώ έχουν συμμετάσχει επίσης και σε διάφορες εκθέσεις με installations, πίνακες κτλ. Όσον αφορά στη μουσική πλευρά της ενοποιημένης καλλιτεχνικής τους προσωπικότητας, οι εννέα συνθέσεις που παρουσιάζονται εδώ κινούνται σε αφηρημένα και κλασικότροπα ambient ηχοτόπια, όπου ο λυρισμός αναδεικνύεται κυρίαρχος από το πρώτο μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο.

Τα έγχορδα του κουαρτέτου των Amiina (με τους οποίους έχουν συνεργαστεί πλειστάκις οι Sigur Ros), τα πιάνα, οι επεξεργασμένοι κιθαριστικοί ήχοι, τα λίγα χορωδιακά (ή μη) φωνητικά, τα ηλεκτρονικά περάσματα, όλα τέλος πάντων υπηρετούν αυτόν τον (πολλές φορές υπερβάλλοντα) λυρισμό, κάνοντάς σε να σκεφτείς πως ο δίσκος ηχογραφήθηκε εξ’ ολοκλήρου σε κάποια παγωμένα ξημερώματα του αρκτικού κύκλου. Διαπνέεται βλέπετε από αυτή τη γλυκιά αίσθηση όταν η ημέρα διαδέχεται τη νύχτα, αργά, σιωπηλά, σταθερά και καθαρτικά: μια αίσθηση στασιμότητας και (παρόλα αυτά) μια διαπίστωση της αέναης κίνησης της μητέρας φύσης, ένα αίσθημα αγαλλίασης… Κάτι τέτοιο μου φαίνεται ότι έχουν απαθανατίσει οι Jonsi & Alex στο παρόν άλμπουμ. Με τρόπο αργόσυρτο, νωχελικό, αλλά πάνω από όλα τρυφερό, χωρίς εξάρσεις και επιτηδεύσεις. Με τρόπο ο οποίος φέρνει κατά νου τις αντίστοιχες ήπιες, λυρικές στιγμές των Sigur Ros, μόνο που εδώ γίνονται η κυρίαρχη εικόνα, δεν στριμώχνονται απλώς ως ένα στοιχείο που υπηρετεί το γενικότερο σύνολο. Αυτές λοιπόν οι αργόσυρτες, υπνωτισμένες μελωδίες απλώνονται σε όλο το ηχητικό φάσμα του Riceboy Sleeps (με την άνεση που τους δίνει η σχεδόν πλήρης απουσία ρυθμικών), πότε όντας απόμακρες και παγωμένες, πότε πιο ζεστές και αισθαντικές.

Αλλά, αν και ο δίσκος μου άρεσε περισσότερο όσο περνούσαν οι ακροάσεις, οφείλω να πω και την άλλη αλήθεια. Νομίζω ότι τούτη η (σχεδόν) εβδομηντάλεπτη ωδή στον λυρισμό, στον ρομαντισμό και στην τρυφερότητα τελικά ηχεί λιγάκι επίπεδη, πέραν του δέοντος στάσιμη (συναισθηματικά), ίσως δε και ατέρμονη. Μοιάζει σαν να θέλει να πάει κάπου, αλλά τελικά στέκει εκεί ακίνητη, κοιτώντας στοχαστικά τις απέραντες πεδιάδες των πάγων. Χρειαζόμαστε άραγε πάντοτε έναν προορισμό; Ή μήπως η αναζητούμενη Ιθάκη κρύβεται σε μια ομορφιά την οποία εμποδιζόμαστε να δούμε ακριβώς λόγω της φρενήρους καταδίωξης του προορισμού/στόχου (του προσωπικού – για τον καθέναν μας – μεταφυσικού αυτού φαντάσματος); Μια ομορφιά ενυπάρχουσα παντού, γύρω μας, μέσα μας… Με άλλα λόγια, έχει τελικά σημασία το ταξίδι εκείνο όπου το μόνο που μας καθίσταται γνωστό και δεδομένο είναι η αφετηρία του;

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured