To πρόβλημα με τους Partchimp δεν είναι ότι πρόκειται για μπάντα η οποία φείδεται δύναμης. Αντιθέτως. Το λονδρέζικο κουαρτέτο έχει μεγατόνους ιδρώτα καταγεγραμμένο σε πρόβες (φαίνεται), συναυλίες (διακρίνεται σε λογής-λογής blogs) και ηχογραφήσεις: ακούγεται σε αυτό τον δίσκο, όπως και στις προηγούμενες καταθέσεις τους, ευκρινώς. Η δε ενέργεια και η ωμότητα ξεχειλίζουν στο Thriller. Η ωμότητα είπα; Λάθος όρος, διότι η τελευταία επαναπροσδιορίζεται ανάλογα με τις κοινωνικές και ηχητικές δομές. Οι Grand Funk (Railroad) μπορεί π.χ. να ακούγονταν ωμοί στο mainstream hard rock τους το 1972, αλλά τώρα πια ηχούν ως αβανταδόρικο classic rock. Οι Pussy Galore ακούγονταν π.χ. στο Right Now! ως ξεθεμελιωτές του Λευκού Οίκου, αλλά τώρα ακούγονται ως τα ηχητικά προσχεδιάσματα του Jon Spencer.

Άρα το επείγον και το επίκαιρο (προσοχή! της ηχητικής δομής) αστραφταλίζουν την κατάθεση του καλλιτέχνη ανά τας εποχάς. Και οι Partchimp, μόλις τελειώνει η σύνθεση “Trad” που ξεκινάει τον παρόντα δίσκο και ξεκαθαρίζουν ότι μέχρι εκεί φτάνει το πηχτό σκοταδιού rock ‘n’ roll πάρτι-αναφορά στις μεθυστικές κατανύξεις τους, προχωράνε σε όλες τις επιρροές που τους αναγκάζουν να πιάνουν τα όργανα: τόσο οι Mudhoney (στα διπλοδοκούντα φωνητικά), όσο και οι Mogwai (στα δραματικά ξεσπάσματα) αναδεικνύονται καθοριστικοί στη μοίρα της μπάντας. Ομολογώ ότι στο Thriller μου άρεσε πάρα πολύ η παραγωγή. Ερεβώδης, με καλή ζυγοστάθμιση ανάμεσα στις δύο εξάχορδες, φωνητικά που δεν πάνε πάνω από τον βόρβορο των υπολοίπων, ντραμς τα οποία δεν ζαλίζουν με κάποια μετα-προοδευτική λογική κονσερβατορίου, μπάσο που ελλοχεύει ως πούμα σε διάσελο προς σιρμαγιά ανέμελου πλάνητα – το “Tomorrow Midnite” στη μέση του δίσκου είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Αυτά τα συστατικά, από μόνα τους φτάνουν για να δώσουν ό,τι οι Partchimp πρεσβεύουν στο Thriller: μητροπολιτικό (αν και θα ορκιζόσουν ότι κάποια επαρχία και το χώμα της έχουν βάλει κάπου το χέρι τους), σκληροπυρηνικό rock ‘n’ roll, που σουμάρει τις δεξαμενές σκληρού μετα-punk ήχου των τελευταίων 30 ετών (μέχρι και οι Sonic Youth ξεπρόβαλαν κάπου, αλλά με κανονικά κουρδίσματα, ως αίσθηση κορύφωσης, στο “Today 3”). Φτάνουν αυτά, ρωτάτε; Αν ψάχνετε γι’ αυτό, ναι! Αν θέλετε να αποδείξετε (για άλλη μια φορά) ότι η παιδευμένη Ευρώπη ναρκοθετεί τον ήχο με κάτι το πιο σκεπτόμενο απ’ ότι ο κλασικός Αμερικάνος θορυβοποιός, ναι! Αν είστε post-rocker που επειδή βαρέθηκε τα κλαψουρίσματα και επειδή οι (όποιου τύπου…) ορμές του επιβάλλουν ολίγον από sludge (και υπάρχει μπόλικο στις εδώ κιθάρες), και πάλι ναι! Αν πάτε να ψάξετε πρωτοπορία και κάποια βήματα μπροστά, όχι.

Οπότε τελικά θα πρέπει να αποφασίσετε τα περί ωμότητας και επικαιρικότητας – αυτής στην οποία αναφέρθηκα παραπάνω. Τότε θα αγοράσετε τον δίσκο, θα τον ακούσετε μαζί με κανα-δυο φίλους και θα τον τοποθετήσετε στους λίαν συμπαθητικούς δίσκους που ακούσατε τέλη του 2009, αρχές του 2010. Μέχρι εκεί όμως. Απλά θα έχετε και ένα reminder κάπου στον εγκέφαλο σας για το μέλλον των Partchimp. Αν, και πάλι, όντας στο κουρμπέτι από το 2000 δύσκολα θα φτάσουν κάπου αλλού τα επόμενα χρόνια… Τα *** τα κερδίζουν λοιπόν αποκλειστικά λόγω της ζεστασιάς με την οποία περικλείουν το υλικό τους, όχι για την εξέλιξη της δομικής μνήμης τους…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured