Ο Billy Hart είναι ένας από τους λίγους ενεργούς drummer που έχει προλάβει να παίξει πλάι σε «βαριά χαρτιά» της jazz. Ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1960 με τον Jimmy Smith κι αργότερα με τον Wes Montgomery, για να συνεχίσει με διάφορα σχήματα και μουσικούς όπως ο  Eddie Harris, ο Pharoah Sanders, ο Herbie Hancock και ο Stan Getz. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 τον βρίσκουμε να ηχογραφεί με ονόματα όπως ο Miles Davis, ο Jimmie Rowles, ο Hal Galper, ο Clark Terry, ο Niels-Henning Orsted Pedersen, ενώ, εκτός από τη σόλο δισκογραφία του, μετράει πάνω από 500 δίσκους στο ενεργητικό του ως session μουσικός. Επίσης εδώ και μερικά χρόνια ασχολείται και με τη διδασκαλία.

Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού και συγκεκριμένα στη Γερμανία, ο σαξοφωνίστας Johannes Enders, με θητεία στα clubs της Νέας Υόρκης όπου συνέχιζε τις μουσικές σπουδές του, αλλά και με αξιόλογες συνεργασίες από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 μέχρι σήμερα (Milt Hinton, Donald Byrd, Jeff Watts, Joe Locke, Roy Hargrove – ακόμα και συμμετοχές σε post rock σχήματα), θεωρείται ένας από τους πιο ενδιαφέροντες τενόρο σαξοφωνίστες στην Ευρώπη αυτή τη στιγμή. Γερμανός επίσης και ο μπασίστας Martin Zenker. Ιδιαίτερα αγαπητός στην εγχώρια γερμανική jazz σκηνή, κινείται στα βήματα των Paul Chambers, Ray Brown και Oscar Pettiford, ενώ μετράει με τη σειρά του αρκετές συνεργασίες με γνωστά ονόματα (Mark Murphy, Eartha Kitt, Rick Hollander, James Moody), όπως και αρκετές περιοδείες σε όλο τον κόσμο.

Οι τρεις παραπάνω μουσικοί έχουν συνεργαστεί στενά τα τελευταία χρόνια. Και εδώ επιλέγουν να ηχογραφήσουν ζωντανά τους μουσικούς τους διαλόγους στο περίφημο cafι Damberd στο Βέλγιο, έναν χώρο ο οποίος, εκτός από την παράδοσή του στη φιλοξενία διάφορων μουσικών σχημάτων, έχει πίσω του και μια ιστορία που ξεκινάει από τον 13ο αιώνα - όταν λειτουργούσε σαν ταβερνείο. Tο jazz τρίο ανεβαίνει λοιπόν στη σκηνή για να ξεδιπλώσει την ενέργεια και τη δεξιοτεχνία του σε έξι μέρη, ενώ ο κόσμος στο Damberd συμβάλλει στην δημιουργία μιας ζεστής, «κλαμπίστικης» ατμόσφαιρας. Από το πρώτο κομμάτι, ο Johannes Enders είναι εκείνος που βγαίνει περισσότερο στο προσκήνιο: το τενόρο σαξόφωνο ακολουθεί hard-bop δρόμους, κάποιες φορές φλερτάρει με το swing αλλά συνήθως φέρνει στο μυαλό τον Coltrane ως προς την ευελιξία στη διαδικασία της αποδόμησης και ανασύνθεσης των μοτίβων. Ο Zenker από την άλλη πλευρά με το μπάσο, λειτουργεί κυρίως συνοδευτικά και υποστηρικτικά στο μεγαλύτερο μέρος του δίσκου. Υπάρχουν ωστόσο και τα σημεία εκείνα όπου καταφέρνει να βγει μπροστά με δύναμη και να φέρει το μπάσο στο ρόλο του πρωταγωνιστή, με μελωδικά ξεσπάσματα και διεισδυτικά σόλο. Ο Billy Hart στα drums παραδίδει μαθήματα σοφίας και εμπειρίας. Ο μουσικός αυτός ξέρει πολύ καλά να κρατάει τις ισορροπίες ανάμεσα στα αργά και τα πιο γρήγορα μέρη, άλλοτε ακολουθώντας με τα σκουπάκια του διακριτικά τη μελωδία κι άλλοτε σολάροντας δυναμικά – και με ιδιαίτερη επιδεξιότητα – πάνω στα πιατίνια, που πάλλονται από συναίσθημα.

Το Live At The Cafι Damberd εκπέμπει στο σύνολό του ένα άρωμα νοσταλγίας για τις παλιές καλές εποχές του hard-bop. Όμως για να καταφέρει ένα σχήμα να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον από την αρχή μέχρι το τέλος δεν πρέπει ούτε στιγμή να πέσει σε άσκοπες φλυαρίες και να αποδυναμώσει κατά τον τρόπο αυτό την αφηγηματική δύναμη του αυτοσχεδιασμού. Δυστυχώς, δεν είναι λίγες οι φορές που το σαξόφωνο φλυαρεί ακροβατώντας σε στείρους δεξιοτεχνικούς δρόμους. Και όταν αυτό συμβαίνει την ώρα που παρακολουθείς το σχήμα στη σκηνή, περνάει συνήθως απαρατήρητο. Όταν όμως ακούς τον δίσκο, κουράζεσαι νωρίς...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured