Το Πολύδροσο με πέτυχε στη γωνία, σε μια σύμπτωση οδύνης, σε μια παραλληλία με τα φαντάσματα που περιδιαβαίνουν τον ύπνο μου και τους νοσοκομειακούς διαδρόμους των επικείμενων στοιχειών. Σε ανάλογα σπίτια με χαρακτήρες ασπρόμαυρων ταινιών, με κλιμακώσεις ακορύφωτες, με σαμιαμίδια που μπαινοβγαίνουν στα ερείπια που έχουν απομείνει για να θυμίζουν τις γειτονιές, σε παραλλαγές τοπόσημων, σε γωνίες όπως εκείνης της Σάμου με την Καρκαβίτσα. Και στα Πατήσια, στην Κυπριάδου για να ακριβολογώ, έχουμε Καρκαβίτσα, χωρίς μνήμη παγοδρομίου, μα μ’ ένα από εκείνα τα καινούργια pocket parks, αποτέλεσμα συγκεγχυμένης μακέτας, δίπλα σε ένα -για δυο χρόνια τουλάχιστον- εγκαταλελλειμένο μπλε punto (ψέμματα, το σήκωσε προ μερικών μηνών ο γερανός του δήμου. Ποιος ξέρει τώρα που να βολοδέρνει το φάντασμα του οδηγού;)
Κι αν ο πυρήνας του φιλμ, με το Πολύδροσο ως κουκούλι, είναι ο θάνατος κι η ματιά του Βούλγαρη πάνω σε αυτόν και τη νομοτέλεια της ασθένειας, στο μετά, στο δίπολο της μάνας και της κόρης, στην ιστορία της μικρής και μεγάλης Σοφίας, το αυτονόητα οικείο πλαίσιο για όσους μεγάλωσαν, ενηλικιώθηκαν ή επέστρεψαν στο σύμπαν της γειτονιάς, στην σφαίρα της παιδικότητας - άτρωτη στο φόβο και στους κινδύνους που ελλοχεύει πχ το ρέμα- είναι αν μη τι άλλο μια σταθερά βεβαιότητας ανάλογη της θνητότητας. Ακόμη κι αν εκ θέσεως, κατανοώ πως εν προκειμένω μεροληπτώ στο αξιολογικό σκέλος (κατ’ επέκταση αυτό θα συμβεί και στη συνέχεια, μα δε θα μπορούσε κι αλλιώς), ολοκληρώνοντας τα αναγκαία «προλογικά» περί του φιλμ, σας λέω πως ο Αλέξανδρος Βούλγαρης αποτύπωσε στο πανί -και αφιέρωσε στην Ειρήνη Ιγγλέση- τούτη τη σχέση των δυο Σοφίων, με αισθαντική αισθητική, με ζέση και κινηματογραφικό νοιάξιμο.
Σωστά το synth score της Τρίχρωμης ακούγεται ως δεμένο με το φιλμ, συμπληρωματικά αφηγηματικό, πλάι στη βουή του τομογράφου, εσωστρεφές εντός των ονείρων, διαμορφωμένο αντίστοιχα με τη ματιά του σκηνοθέτη, συνυφαίνοντας σιωπές και ατμόσφαιρες. Προφανώς και εντάσσεται στις περιπτώσεις που «υπολείπεται» ως αυτόνομο, μα θεωρώ πως καμιά διάθεση και στόχευση δεν υπήρξε περί τούτου. Σε αυτό το σημείο και παρότι αντιλαμβάνομαι τις κρίσεις επί των κρίσεων κ.ο.κ. ναι μεν το τυπικό της βαθμολογίας μπορεί να ξενίζει όταν συζητείται πως κομίζει «λιγότερα» ως «αυτοδύναμο» μουσικό έργο, όμως τονίζω πως τα 30 λεπτά αυτού του soundtrack μπλέχτηκαν χέρι-χέρι με τα καρέ, σε σχήμα συμπαγές, σταθερό και αναπόσπαστο.
Λαμβάνοντας ως βασικό θέμα το “Τα Πάντα Υπάρχουν Εδώ” που εκτείνεται έως το “Σοφίες” (και την αναπόφευκτη - σκόπιμη;- παραπομπή στη “Σιωπή” του Παυλίδη και των Σπαθιών), μέχρι το αέρινο συλλάβισμα στη “Σκιά” κυριαρχεί η γλυκύτητα, το ανεπαίσθητο wave και το αμέριμνο ambient. Ηχεί αντιστοίχως συμπονετικό και προσωπικό, με αγάπη κι έγνοια, καταπώς το φιλμ. Η μουσική της Τρίχρωμης φτιάχτηκε στη λεπτή της απόχρωση ως τελικώς αναγκαία για το «όλον Πολύδροσο».