Οι Χρήστος Παπαδάκης, Ηλίας Σμήλιος και Φώτης Παπαδάκης αναδεύουν επί δέκα δισκογραφημένα χρόνια το ηλεκτρονικό σύμπαν της ρυθμικής μουσικής -από τα breakbeats και τη nu disco ως το 4 2 the floor house- και κατακτούν το θετικό πρόσημό τους με άνεση: θετικοί, ανήσυχοι, δραστήριοι «διαγαλαξιακοί ταξιδιώτες» ή «συμπαντικοί κολυμβητές» όπως δηλώνουν οι ίδιοι, με συνέπεια στην υδροχοϊκή ταυτότητά τους. Αυτή τη φορά μάλιστα βάφτισαν την πιο αναλογική στροφή τους -σύμφωνα με τα δικά τους λόγια στο σχετικό podcast του Avopolis- με τον τίτλο Τρεις Υδροχόοι. Διακρίνω μια περηφάνεια; Και αυτή συνεπής με το ζωδιακό προφίλ τους. Όπως και όσα συμβαίνουν μέσα σε αυτό το δίσκο.
Τα οποία όσα συμβαίνουν μέσα σε αυτό το δίσκο αποτελούν μια καλά αφομοιωμένη πανσπερμία αναφορών, ένα μικροσύμπαν από σπουδαίες ρυθμικές ιδέες που έρχονται και συμπλέκονται σε καλοσχηματισμένα τραγούδια. Πλην όμως υπερβολικά εγκεφαλικά. Το έχουν το τσαγανό τους οι Tendts. Γεροί και αφοσιωμένοι. Αυτά που επιχειρούν στο Aquarius Three είναι, ωστόσο, κατ’ εξοχήν στιλιστικά. Με άξονα τα αισθητικά περιγράμματα των αναφορών τους, τις ιδέες -διανοητικές συλλήψεις δηλαδή- που προκύπτουν από αυτές. Ωστόσο, το ζητούμενο μιας υπέρβασης θα ήταν να σκαρώσουν και κάτι επιπλέον με αμπάριζα αυτές τις ιδέες, κάτι έμψυχα σπουδαίο, κάτι σημαίνον, κάτι που θα πλησιάσει σε εκτόπισμα τον ριζοσπαστισμό των αναφορών τους. Με λίγα λόγια, ενώ μου είναι εξαιρετικά οικείος και όμορφος ο ηχητικός κόσμος τους, μου λείπει η «ψυχάρα», αυτό που θα απογειώσει τα τραγούδια τους σε σημαντικά. Με βρίσκει πλήρως σύμφωνο το «πώς δουλεύουν», το περίγραμμα, το κάδρο. Με αφήνει ακάλυπτο όμως, το έλλειμα του «τι δουλεύουν», το περιεχόμενο, μια γνήσια ανάγκη έκφρασης κάποιου αφηγήματος, ένα drive πρωτογενές και ψυχικό.
Παράδειγμα: το “Kids”, νοιώθω ότι παίρνει την σκυτάλη του από το "Remain In Light" των Talking Heads – συγκεκριμένα από το The Great Curve- και αναπτύσσεται σε ένα παρόμοιο, κυκλωτικό ρυθμικό μοτίβο, τρέχει στο ταρτάν των κρουστών, βαστάει γερά τη ραχοκοκαλιά του μπάσου του, ελίσσεται και επιμένει, απολαμβάνει την εκστατική και κάπως dub αίσθησή του, φτάνοντας στο πληθωρικό ύφος των Medium Medium. Αυτό όμως που λείπει από την ψύχα του είναι ένα πραγματικό crush όπως εκείνο που δημιούργησαν ο David Byrne με τον Brian Eno – ένα οργασμικό bromance- αλλά και το αγαπητό συγκρότημα από το Nottingham στο άλμπουμ Glitterhouse το 1981. Και τα φωνητικά των Tendts δεν βοηθάνε. Τα προτιμούν ζυγισμένα στην ενορχήστρωση να μην εκδηλώνουν καμία ιδιαίτερη παρόρμηση, να μην τραβούν την προσοχή, κάποιες φορές απλά ψελλίζουν (“Fly”). Θα προτιμούσα το ακριβώς αντίθετο – προτιμώ την φωνητική έκφραση ενός ανθρώπινου συναισθήματος παρά την υπόνοιά του.
Άλλο παράδειγμα: το “Celebration” κινείται σε έναν παράλληλο ηχητικό άξονα με το “Deep Sleep” των B-52’s από το άλμπουμ Mesopotamia. Νάτος πάλι ο David Byrne ως παραγωγός. Αυτό που κατάφερνε το “Deep Sleep” ήταν να εκφράσει μια υπνωτιστική αφήγηση εξωτισμού, να μεταφέρει μια διαδρομή μέσα σε ζεστές θερμοκρασίες Ανατολής με τις φωνές των κοριτσιών να λειτουργούν σαν αρμονικές σειρήνες πίσω από σκιές. Το “Celebration” λειτουργεί ως ένα μικρό, αισθαντικό ιντερλούδιο -μόλις ενάμισι λεπτό- που δεν ξεκινάει καν την υπνωτιστική, oriental διαδρομή του. Μοιάζει με ζέσταμα, σαν μια ιδέα που συνειδητά δεν επιλέχθηκε να αναπτυχθεί και να ανέλθει.
Θέλετε και τρίτο παράδειγμα; Το “Fly” έτσι όπως κυλάει μέσα στην ημι-φωτισμένη οικιστική ρωμανικού ρυθμού του Αμβούργου, ας πούμε, παραπέμπει στο “Diamond Dove” από το Electribal Memories των Electribe 101 - έναν από τους αγαπημένους δίσκους μου από όλες τις εποχές. Το “Fly” έχει ρίσκο στις σκιές του, έχει σασπένς, έχει τρόμο από φαντασιακές απόκοσμες φιγούρες που φτιάχνουν οι πλάτες των πλήκτρων, έχει αίσθηση κινδύνου στις γωνίες και αυτά τα φώτα των τούνελ που εντείνουν την αίσθηση του επαναλαμβανόμενου μοτίβου. Τι δεν έχει; Μία απελπισμένη μαινάδα να ουρλιάξει τον πόνο της, λείπει ο ψυχικός συναγερμός. Και αυτό είναι παραίνεση: τι θα λέγατε να καλέσετε στα φωνητικά μια άξια screamin’ diva σαν Billie Ray Martin, σαν Shawn Christopher ή όποια άλλη έχει τα guts, να το εκτινάξει στην στρατόσφαιρα; Κάτι σαν “Fly Vol.2 – The Revenge”;
Δεν είναι γκρίνια, οι παρατηρήσεις μου, είναι αξίωση. Διότι το “Captain’s Scum Confessions” περνάει από τις πιο συναρπαστικές διαδρομές των Shriekback και φτάνει ως τα υψίπεδα των LCD Soundsystem, με λυγερόκορμη χάρη και ομορφιά – πάντα όμως υπάρχει διαθέσιμος χώρος για επιπλέον περιπέτεια. Διότι το “Mind” είναι μια απολαυστική βόλτα στις Νέα Υόρκη του 1981, αγκαζέ με τους Liquid-Liquid, τους Maximum Joy και όλη την παρέα της 99 Records που έδωσαν άλλη διάσταση στην νοηματοδότηση του νυχτερινού, αστικού art funk. Διότι το “Person” είναι η καλύτερη υπόξινη –όπως acidic- αναφορά στον Larry Heard a.k.a Mr. Fingers. Διότι, τέλος πάντων οι Tendts αγαπούν τα ακούσματά τους, «γεννάνε» όραμα από αυτά μέσα τους και διαδοχικά γεννιέται και το κίνητρό τους να φτιάξουν όμορφη, πολιτισμένη, ευρωπαϊκή -κυρίως- μουσική που παραπέμπει στις μνήμες τους. Και στις δικές μου μνήμες επίσης, αφού κατά τη διάρκεια του Aquarius Free, θυμήθηκα και τους Air France και τους Korallreven -τη σουηδική ρυθμολογική ευγένεια- και άλλες αγαπημένες φευγαλέες ριπές από Damon Albarn (στο κατά τα άλλα μάλλον μέτριο “Modern Hert”) ή από Edgar Froese των Tangerine Dream (στο kosmische “Our Beloved Omega”).
Κοινώς, θα ήθελα να τους δω κορυφαίους τους Tendts, να κερδίσουν ένα στρογγυλό εννιάρι αλλά λείπει το ψυχικό λάκτισμα. Δικό τους και κατά συνέπεια δικό μου.