Ο Billy Pod είναι ο Βασίλης Ποδαράς, γνωστός στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ της εγχώριας τζαζ ως ντράμερ του σχήματος Next Step Quintet και παλαιότερα ως συμμετέχων (με την ίδια ιδιότητα) στο acid jazz εργαστήρι του Γιώργου Κοντραφούρη υπό την κωδική ονομασία Baby Trio. Το Drums to Heal Society είναι η πρώτη του προσωπική δουλειά, στην οποία βρίσκουμε επίσης τους Μιχάλη Τσιφτσή (κιθάρα), Γιάννη Αναστασάκη (ηλεκτρονικά), Κίμωνα Καρούτζο (μπάσο), τον σύντροφο του Ποδαρά στους Next Step Γιάννη Παπαδόπουλο (πιάνο) και σε guest συμμετοχές τον Γιώργο Κοντραφούρη (πιάνο), τον Στέφανο Χυτήρη (ντραμς) και την Κατερίνα Ντούσκα (φωνή), μάλλον στην τελευταία της εμφάνιση προτού ξανοιχτεί στην ποπ τρικυμία της Eurovision.
 
Ξεκινώντας από τον τίτλο, το Drums Τo Heal Society είναι μια αρκετά φιλόδοξη δουλειά. Πώς να θεραπευτεί μια κοινωνία και μάλιστα με θεραπευτικό μέσο τα ντραμς; Είναι, βέβαια, σχήμα λόγου, θα μπορούσε όμως να κρύβει και κάποιες από τις στοχεύσεις της μουσικής: την άσκηση σε ένα κάποιο γκρουβ (τα ντραμς άλλωστε είναι μια τέχνη της σωματικής κίνησης, άρα ιδανικός φορέας του γκρουβ), αλλά και μια διάθεση, ίσως, να απαλύνει· όχι φυσικά ολόκληρη την κοινωνία, αλλά τουλάχιστον τα νεύρα του ακροατή και της ακροάτριας, τα οποία συχνά σμπαραλιάζονται στο χάος της καθημερινότητας.   

Η φιλοδοξία, θα μου πείτε, δεν λέει και τίποτα. Πόσοι και πόσες υπήρξαν φιλόδοξοι και κατέληξαν να φάνε τα μούτρα τους –ο μυθικός Ίκαρος πρώτος απ’ όλους. Ο Billy Pod βέβαια δεν είναι σύγχρονος Ίκαρος, διότι καταρχάς το εγχείρημά του δεν είναι παρομοίως τολμηρό και χειραφετητικό, κατά δεύτερον δεν γκρεμοτσακίζεται, αλλά αντίθετα στέκεται μάλλον άνετα στο ύψος των περιστάσεων που ο ίδιος δημιουργεί. Kατά τρίτον, και να τσακιζότανε, πιθανολογώ ότι δεν θα ονομάζαμε κανένα νησί προς τιμή του.

Επιχειρεί πάντως να εκταθεί και να εκτεθεί σε ένα σχετικά ευρύ φάσμα του σύγχρονου ήχου. Και δεν τα καταφέρνει άσχημα. Κορμός του δίσκου είναι μια πολύ μοντέρνα εκδοχή της τζαζ, όπως εκείνη που φύεται για παράδειγμα σε label όπως η Edition ή η Gondwana: μια τζαζ δηλαδή που αναγνωρίζει την ιστορία της, αλλά που θέλει επίσης να γίνει κατανοητή και από ένα κοινό που αγνοεί αυτή την ιστορία. Ένα μουσικό habitus που δεν είναι ξένο για τον Ποδαρά (ούτε σε όποιον και όποια τον έχει ακούσει στους Next Step Quintet), και γίνεται ευανάγνωστο σε κομμάτια όπως τα “Minor Mystery” και “One Heart”. Κυρίως όμως φαίνεται στην επιλογή του να διασκευάσει το “Limit To Your Love” της Feist –γνωστό φυσικά και από την εκδοχή του James Blake, η οποία συγγενεύει πιο πολύ με την παρούσα. Και αξίζει να πούμε ότι πρόκειται για μια πολύ καλή διασκευή, όχι ακριβώς γιατί ξεχωρίζει για την πρωτοτυπία της, αλλά γιατί καταφέρνει να αφουγκραστεί τη μελαγχολία με την οποία τραγούδησε το εν λόγω όριο ο Blake, και να προσθέσει σε αυτή παλμούς και χρώματα που της χαρίζουν μια ιδιαίτερη λεπτότητα και ευαισθησία (περιττό να πούμε ότι αυτή η αποστασιοποιημένη αισθαντικότητα στη φωνή της Ντούσκα ταιριάζει γάντι σε ένα τέτοιο σκεπτικό).

Αυτός είναι ο γενικός κανόνας, υπάρχουν όμως και αρκετές παρακάμψεις. Μια τέτοια χαρακτηρίζει το “Dark Passenger”, όπου, μετά από μια space εισαγωγή του Αναστασάκη, η υπόλοιπη μπάντα κάνει ένα α-λα-John Zorn μπάσιμο και, χωρίς να βιάζεται, φτάνει στο πιο γεμάτο γκρουβ του δίσκου· αργότερα το κομμάτι αδειάζει πριν ξαναγεμίσει, φιλοξενώντας στο μεταξύ ένα ωραίο, αραιό σόλο στο πιάνο του Παπαδόπουλου.

Σε άλλες περιπτώσεις, η ορχήστρα φαίνεται να επιχειρεί ασκήσεις αιώρησης μέσα σε ελεύθερες, πιθανότατα και αυτοσχεδιαστικές, φόρμες, προσεγγίζοντας μια (κάπως) λιγότερο συγκεκριμένη μουσική. Ο δίσκος μάλιστα ξεκινάει με ένα τέτοιου είδους σόλο του Ποδαρά, που παρενοχλείται από τα ηλεκτρονικά του Αναστασάκη –ένα μοτίβο πάντως στο οποίο θα επανέλθει αργότερα πιο ολοκληρωμένα, όταν ο πρώτος θα μοιραστεί τον χώρο των ντραμς με τον Χυτήρη στο ομώνυμο κομμάτι του δίσκου.

Στον αντίποδα, επιχειρείται και μια απλωτή σε αμιγώς τζαζ νερά στο “Billy Pod”, το οποίο υπογράφει ο Κοντραφούρης· ένα κομμάτι που έχει σίγουρα τους λόγους του να βρίσκεται εδώ (ο Ποδαράς το αποδίδει ως «φόρο τιμής» στον δάσκαλο και συμπαίχτη του), μοιάζει όμως κάπως παράταιρο μέσα στο σύνολο, σαν να μην ανήκει ακριβώς στη συλλογιστική του. Ανήκει βέβαια και με το παραπάνω, καθώς η μουσική δεν είναι μόνο μια τεχνική ή τεχνητή συνεκτικότητα που επινοούμε εμείς εκ των υστέρων, αλλά μια πιο καθολική διεργασία, η οποία ξεπερνάει τέτοιες ορίζουσες. Ίσως απλώς δείχνει ότι ο Ποδαράς θέλησε να συμπεριλάβει πολλά στα 46 λεπτά της διάρκειας του δίσκου του.

Ο δίσκος κλείνει με το “Healing (Reprise)”, ένα ανακουφιστικό μελωδικό σόλο του Τσιφτσή στην κιθάρα, ως αντίθετη όψη της αρχής, δηλαδή του κομματιού “Void”, με το ομιχλώδες σόλο του Ποδαρά στα τύμπανα. Συγκεκριμένα για τον Τσιφτσή αυτή δεν είναι η καλύτερη στιγμή, όχι γιατί είναι κακή per se, μα γιατί ο ίδιος λάμπει σε αρκετά άλλα σημεία του άλμπουμ, κουβαλώντας με αρκετή σιγουριά τη μελωδική αγωγή της μουσικής· η αντιπαραβολή, ωστόσο, παραμένει μια καλή ιδέα. Και γενικώς δηλαδή, το Drums To Heal Society δεν πάσχει από καλές ιδέες (η πρόσκληση του Αναστασάκη στο σχήμα είναι μία ακόμα), ούτε από καλή μουσική. Θα το ήθελα, προσωπικώς, να επιμένει λιγάκι περισσότερο στην εξερευνητική του πλευρά, αλλά με τα θέλω του καθενός δεν γίνεται δουλειά…

{youtube}q18ftedbK5Y{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured