Η βιομηχανία της εστίασης έχει τόσο καταχραστεί λέξεις και φράσεις όπως «παραδοσιακό», «σπιτικό», «της γιαγιάς», ώστε να δίνω συχνά δίκιο στον φίλο μου τον Θωμά, που λέει ότι, αν δεν δεις πράγματι μια γριά στο πίσω μέρος να καθαρίζει πατάτες ή φασολάκια, άσε τον κατάλογο του όποιου καταστήματος να λέει τα δικά του. Ωστόσο τα «γλυκά» της Δέσπως Βαρουδάκη προκύπτουν πράγματι σπιτικά. Κι αυτό, πέρα από έναν ωραίο, ιντριγκαδόρικο τίτλο, προσφέρει και μια γερή βάση στον δίσκο της.
Ο οποίος, πάντως, πάσχει από έναν κάποιον αναχρονισμό. Είναι ένα εγχώριο πρόβλημα παλιό, το οποίο έχει μαστίσει –και μαστίζει– κι άλλους καλλιτέχνες που ποιουν πράγματα «έξω από το ρεύμα». Θέλω να πω με αυτό ότι τα υλικά των Σπιτικών Γλυκών έχουν πίσω τους κάμποσα χρόνια ζυμώσεων, τουλάχιστον από το 2009/2010, όταν ορισμένα από τα εν λόγω τραγούδια πρωτοπαρουσιάστηκαν σε συναυλίες και άρχισαν να δουλεύονται σε στούντιο μορφή με σταθερούς συνεργάτες τον πιανίστα/σαξοφωνίστα Μιχάλη Κραουνάκη, τον μπασίστα Κωστή Ραΐση και τον Δημήτρη Στεργίου στα τύμπανα. Μας δίνουν λοιπόν μια καλή εικόνα του ποια ήταν τότε η Δέσπω Βαρουδάκη, αλλά δεν ξέρω κατά πόσο αντικατοπτρίζουν ποια είναι σήμερα. 7-8 χρόνια είναι πολλά, πόσο μάλιστα αν τα έχεις ζήσει στην Ελλάδα της Κρίσης. Δεν μπόρεσα, για παράδειγμα, να μην αναρωτηθώ αν (και κατά πόσο) επιβιώνει αλώβητη η τρυφερή αθωότητα που διακρίνει το σύνολο.
Σε κάθε περίπτωση, εδώ έχουμε μια δουλειά ιδιαίτερη και πολυπρόσωπη. Σε πολλαπλές ακροάσεις, βρέθηκα να σημειώνω πρόχειρα, ως highlights, διαφορετικά τραγούδια κάθε φορά –το "Αλογάκι", τα "Βράδια", το "Σύννεφο", τα "Σπιτικά Γλυκά", το "Λίγες Φορές"– σημάδι ότι κάθε φορά υπήρχαν κι άλλα πράγματα να εντοπιστούν, τόσο στις ενορχηστρώσεις, όσο και στα νοήματα. Κι όμως, ουδέποτε διακυβεύεται η απλότητα με την οποία παραδίδονται όλα, ακόμα και στίχοι που ορισμένες φορές προτιμούν να είναι ελλειπτικοί, παρά στρογγυλοί. Τα Σπιτικά Γλυκά βρίσκονται πάντοτε εκεί μπροστά σου: το χέρι σου τα φτάνει χωρίς να χρειάζεται να μπλέξεις με περισπούδαστες μουσικολογικές έννοιες ή να διαβείς καστρογέφυρες σοβαροφάνειας.
Η Βαρουδάκη σε καλεί λοιπόν σε ένα παιχνίδι, το οποίο είναι πράγματι απλό, είναι όμως μαζί και ιδιότυπο. Σε βάζει δηλαδή σε έναν κόσμο με λόγιες βάσεις, που αντανακλά την ωδειακή και ακαδημαϊκή της παιδεία και μουσικά μπορεί να απλώνεται με άνεση ως την τζαζ, τη Δυτική μπαλάντα ή και την ποπ που στις μέρες μας παίζει η Joanna Newsom ή κάποτε εκπροσωπούσε η Tori Amos. Την ίδια στιγμή, η στιχουργία παραμένει ελληνικότατη, διεκδικώντας ρίζες σε μία τουλάχιστον έκφανση της εγχώριας τραγουδοποιίας που κουκουλώνουμε κάτω από την ονομασία «έντεχνο». Ωστόσο, έτσι όπως εννοούμε το «έντεχνο» στον 21ο αιώνα, βρισκόμαστε εδώ αρκετά μακριά. Οπότε αφήστε παράμερα την παραπλανητική αυτή ταμπέλα και σκεφτείτε ένα τεραίν όπου η πιο παιχνιδιάρικη όψη του Μάνου Χατζιδάκι συναντά τον Μιχάλη Σιγανίδη, με καταλύτη τη Λένα Πλάτωνος.
Άφησα για το τέλος ορισμένα πράγματα που δεν με άφησαν ευχαριστημένο, όχι για να δώσω τόνο αρνητικό στο κείμενο, αλλά γιατί τα θεωρώ ως δευτερεύουσας σημασίας έναντι των θετικών επισημάνσεων. Τα "Βράδια", δηλαδή, δεν παύουν να είναι ένα ωραίο τραγούδι κι ας φοβήθηκαν τη λαϊκότητα με την οποία τα τοποθετεί έμπροσθέν μας η παρέα που αρχίζει να τα τραγουδά (Γιώργος Θεοδωρόπουλος, Θανάσης Πέτρου & Αφεντούλα Ραζέλη), προτιμώντας τελικά μια πιο διανοουμενίστικη προσέγγιση. Και η Βαρουδάκη δεν παύει να καταγράφεται ως εκφραστική ερμηνεύτρια, ακόμα και αν φτάνει να ισοπεδώνει τις πτυχές του υλικού της με την παγιωμένη παιδικότητα του τραγουδιού της, η οποία προσωπικά με κούρασε από ένα σημείο κι έπειτα. Ή, πιο σωστά, με λίγωσε, καθότι αντικείμενό μας παραμένουν τα γλυκά της.
{youtube}JODjVt8RHcs{/youtube}