Το Τρίο Τεκκέ έχει έδρα τη Λευκωσία, και αποτελείται από τους Αντώνη Αντωνίου (φωνή, τζουράς), Λευτέρη Μουμτζή (κιθάρες, φωνή) & Colin Somervell (μπάσο). Από την αρχή του, το 2009 με το άλμπουμ Ρεγγέτικα, η μέθοδος ήταν λίγο-πολύ σαφής: τα ρεμπέτικα (ή και ευρύτερα το αστικό λαϊκό τραγούδι) προσέφεραν τη βάση, όμως ο σκοπός ήταν η συνάντηση κι ο διάλογος με πιο απομακρυσμένους μουσικούς δρόμους. Με τον καιρό, η reggae έπαψε να είναι (αν ήταν ποτέ, δηλαδή) ο μόνος ξενιστής και το τρίο έδειξε –και, καθώς φαίνεται, εξακολουθεί να δείχνει– διαθέσεις και δυνατότητες να συμπεριλάβει διάφορες γεύσεις και διάφορα αρώματα.
Το Σαμάς, το οποίο ακολούθησε το 2011, έδειχνε αυτή τη διάνοιξη των οριζόντων (θυμάμαι, φερ’ ειπείν, το θαυμάσιο “In Da”), ενώ τα μέλη του Τρίο Τεκκέ αποκτούσαν σημαντικές μουσικές εμπειρίες και έξω από αυτό, όπως π.χ. μέσα από το αδερφό σχήμα των Monsieur Doumani (για τον Αντωνίου) ή τα διάφορα πρότζεκτ στα οποία κατά καιρούς εμπλέκεται ο Μουμτζής (από τον J.Kriste Master Of Disguise και τους Σωτήρες, ως τις συνεργασίες με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου ή τον Μιχάλη Σιγανίδη).
Κάπου εδώ μπαίνει στην κουβέντα ο ντράμερ Dave De Rose, για να δώσει στο τρίο μια λίγο πιο ενσώματη αίσθηση του ρυθμού, μια κρίσιμη επιπλέον δόνηση σε ένα ήδη ευκίνητο μουσικό σώμα. Η θαυμάσια rhythm section που στήνει με τον Somervell είναι ένα από τα σημεία που λάμπουν στο Zivo, τόσο με την εσωτερική της λειτουργία (το πώς ο ένας ακολουθεί και συμπληρώνει τον άλλον) και με το λεπτό, ευλύγιστο γκρουβ της, όσο και με την άνεση με την οποία στέκεται απέναντι στις ιδιαιτερότητες της θέσης των δύο: ενσωμάτωση, αφενός, στους δρόμους του ρεμπέτικου, αλλά και διατήρηση, αφετέρου, της ετερότητάς τους, καθώς αυτή ακριβώς είναι που θα πάει τα πράγματα παραπέρα.
Διότι μια αντίστοιχη συζήτηση μπορεί να γίνει και για τους Αντωνίου & Μουμτζή, ή όσους και όσες προτιμούν να προσεγγίζουν τις εγχώριες μουσικές παραδόσεις με τα μάτια του παρόντος. Κι εκείνοι, δηλαδή, στέκονται σε ένα πολιτισμικό ενδιάμεσο –ίσως γι' αυτό είχε περισσότερη σημασία από την αρχή του τρίο το πού θα πάει έχοντας ως αφετηρία το ρεμπέτικο, κι όχι τόσο το πόσο πιστό θα μείνει στα μορφολογικά ή άλλα χαρακτηριστικά του.
Και στο Zivo, στο μεγαλύτερο μέρος του, τα πράγματα λειτουργούν εξαιρετικά. Το γκρουβ, όπως είπαμε, είναι ευλύγιστο και ζωηρό, όμως και το κουαρτέτο αποδεικνύεται ικανό να απορροφήσει το σκέρτσο της κίνησής του και να το ακολουθήσει στις διάφορες περιοχές απ’ όπου τσιμπολογάει. Το διαχειρίζεται δηλαδή εξαιρετικά, μην αφήνοντάς το να ξοδευτεί σε εύκολες εξάρσεις, αλλά βρίσκοντας πιο διεξοδικούς τρόπους για να το εξελίξει και πιο λεπτές αποχρώσεις για να το στολίσει.
Επίσης, σε στιγμές έρχεται στον νου μου η περίφημη ροκ σκηνή στην Ιστάνμπουλ στα 1960s και στα 1970s (ό,τι περιγράφηκε ως anadolu rock), όχι ως συγκεκριμένος προορισμός, αλλά περισσότερο ως ένα καλό παράδειγμα για το πώς μια τοπική μουσική κατάφερε να διαχειριστεί την ενσωμάτωση του υπερ-τοπικού, χωρίς να χάσει την κρίσιμη διάκριση μεταξύ ταυτότητας και (ευπρόσδεκτης) ετερότητας. Παρομοίως πετυχημένοι χειρισμοί όλης αυτής της κίνησης και όλων αυτών των συναντήσεων, υπάρχουν και στο Zivo, π.χ. στα “Δες Χαράζει”, “Λούληδες” ή στο όμορφο τελείωμα του δίσκου με τα “Του Διαβόλου Το Χωριό”, “Quilpue” και “Σουρία”.
Ίσως σε λίγα σημεία αυτές οι ισορροπίες να μην αποβαίνουν το ίδιο λειτουργικές, πιθανώς γιατί το παιχνιδιάρικο στοιχείο που έτσι κι αλλιώς υπάρχει στο Zivo αρχίζει κάπως να αυτονομείται (π.χ. το “Έλα Βαγγέλα”). Είναι πάντως το ίδιο στοιχείο που δίνει στο άλμπουμ τη ζωντάνια του, διότι, πριν απ’ όλα, πρόκειται για μια δουλειά με την οποία περνάς καλά. Θα θεωρούσα, μάλιστα, πως αυτή η καλοδιάθετη (αλλά όχι αφελής) εξωστρέφεια της μουσικής είναι ένας ακόμα καταστατικός στόχος του τρίο, όπως και της εδώ συνάντησής του με τον Dave De Rose.
{youtube}7upIUz06Krs{/youtube}