H “Αδέσποτη Καρδιά”, το 8ο στη σειρά κομμάτι της Φλόγας Που Καίει, έχει κάτι μούρλια μπουζούκια, μιας λεβέντικης «ποικιλίας» που έχω καιρό να ακούσω στη δισκογραφία. Αμέσως μετά, η “Κόκκινη Κραυγή” θέτει με τη ζωηράδα της δυναμικής της ενορχήστρωσης ένα απρόσμενα μοντέρνο στίγμα, του είδους που ψάχνεις (μάταια) σε πολλά άλμπουμ νέων στην ηλικία δημιουργών. Στα καπάκια, έρχεται ο μετρημένος, ατόφιος λυρισμός της “Σιταρήθρας”, στην οποία μπορείς να φορέσεις τον χαρακτηρισμό έντεχνο δίχως όμως η λέξη να ακούγεται ως βρισιά.

Είναι, πιστεύω, τα 3 ωραιότερα τραγούδια αυτής της καινούριας δουλειάς του Χρήστου Λεοντή, την οποία ο Κρητικός συνθέτης εμπιστεύεται σε 3 διαφορετικές φωνές. Κάθε μία μάλιστα, λέει και από ένα από τα παραπάνω: το πρώτο ο Αλέξανδρος Τσιωνάς, το δεύτερο ο Θοδωρής Βουτσικάκης, το τρίτο η Ιωάννα Φόρτη. Και οι τρεις τους αποτελούν παράγοντες επιτυχίας για το πώς (επι)κοινωνείται ο δίσκος, καθώς διαθέτουν όμορφες, γυμνασμένες φωνές, ικανές για επιδόσεις μα και για συναισθηματικές αποτυπώσεις, έστω κι αν υπάρχουν για όλους περιθώρια βελτίωσης –ο Τσιωνάς λ.χ. ακούγεται μερικές φορές υπέρ το δέον σαν Μανώλης Μητσιάς, ενώ ο άριστος στις πιο χαμηλότονες στιγμές Βουτσικάκης (βλ. “Παράξενη Νοσταλγία”) βασίζεται στην έκτασή του για τις έξω καρδιά επιλογές, ενώ θα έπρεπε ίσως να ακούγεται περισσότερο «χαμογελαστός», αντικατοπτρίζοντας τη διάθεσή τους.

Χωρίς να είναι συντηρητικός δίσκος, η Φλόγα Που Καίει μπορεί να χαρακτηριστεί ως «παλαιάς κοπής», καθώς δεν απομακρύνεται από ό,τι συνιστά «ζώνη ασφαλείας» για τον Λεοντή. Είναι δηλαδή η δουλειά ενός βετεράνου δημιουργού, ο οποίος αισθάνεται άνετα με όσα έχει κατακτήσει και προσπαθεί έτσι να βρει έναν τρόπο να τα ξαναβάλει σε τροχιά, παρά να ψάξει για αχαρτογράφητες γωνιές. Ως εκ τούτου, στον απόηχο του άλμπουμ ανιχνεύονται εύκολα τα soundtracks του συνθέτη για το θέατρο (ειδικά σε στιγμές σαν τα “Γυμνός Στη Φωτιά” και “Όλοι Στο Χορό Να Μπούμε”, που φέρνουν στον νου βάκχους και αριστοφανικά χορικά), αλλά και το αποτύπωμα δίσκων σαν το Αχ… Έρωτα (1974). Το ενδιαφέρον δεν διατηρείται πάντοτε σταθερό, σε κάθε όμως περίπτωση διακρίνεις την ενάργεια των μελωδιών του Λεοντή και τις πραγματικά ζηλευτές του ενορχηστρώσεις.

Για ακόμα μία φορά, ο Λεοντής βασίζεται στους στίχους του Δημήτρη Λέντζου, ο οποίος και έχει φτιάξει εδώ έναν πλήρη κύκλο 13 τραγουδιών. Ο Λέντζος γράφει κι αυτός α-λα-παλαιά, δεν μπορώ όμως να αρχίσω να σας περιγράφω πόσο αναζωογονητικό ακούγεται κάτι τέτοιο, τόσο που έχουμε πια απελπιστεί να ακούμε σαχλαμάρες με επίφαση ποιητικότητας ή ωραίες λέξεις να πέφτουν απλά στο κενό των συνοδευτικών τους προτάσεων. Δεν είναι γκράντε βέβαια οι στίχοι του Λέντζου, ωστόσο το μετρούν προσεκτικά το βάρος των όσων λένε, ακόμα και αν δεν καταφέρνουν σε κάθε περίπτωση να «παίξουν» στο τερέν του Μάνου Ελευθερίου, όπως διακαώς επιθυμούν: ο τελευταίος παραμένει ασυναγώνιστος μάστορας στο πώς αφήνει να αναδυθεί το μη προφανές, πεδίο στο οποίο ο Λέντζος είναι ακόμα μαθητής, με αποτέλεσμα ορισμένες φορές να του ξεφεύγουν τα πράγματα και να μπουρδουκλώνονται αναίτια –όπως λ.χ. στον “Άναρχο”, σε εκείνο το καταληκτικό δίστιχο «Στ’ άχυρα σκότωσα τον μαύρο τον ψύλλο/και είμαι ένοχος πάλι εγώ».

Συχνά βλέπω δίπλα στο όνομα του Χρήστου Λεοντή τα επίθετα «μεγάλος» και «σπουδαίος» και σκέφτομαι ότι όσοι τα γράφουν προσπαθούν είτε να κολακέψουν μια δική τους προτίμηση, είτε να διορθώσουν μια ιστορική αδικία. Έχω δηλαδή την αίσθηση ότι τον τοποθετούν σε ένα βάθρο ίσο με λίγο-πολύ σύγχρονούς του σαν τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Δήμο Μούτση ή τον Μάνο Λοΐζο, δίχως όμως κάτι τέτοιο να έχει όντως περάσει «εκεί έξω». Ασφαλώς, μιλάμε για έναν δημιουργό που αισίως μετράει φέτος 55 χρόνια καριέρας, αλλά και για τον άνθρωπο που έχει γράψει το μουσικό θέμα της Αθλητικής Κυριακής –ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα δηλαδή στην ελληνική τηλεόραση (1969). Την ίδια όμως στιγμή, νομίζω ότι ο Λεοντής και το έργο του παραμένουν θολοί έξω από μια παλιότερη γενιά ακροατών που πολιτικοποιήθηκε με την Αριστερά και τον ακολουθεί αναγνωρίζοντάς του (πρωτίστως) την ιδιότητα ενός συνθέτη που δεν φοβήθηκε να εκτεθεί πολιτικά, καταθέτοντας π.χ. ένα άλμπουμ σαν την Καταχνιά σε ένα δύσκολο έτος σαν το 1964.

Ένας δίσκος έτσι σαν τη Φλόγα Που Καίει μπορεί να θέσει ένα διαφορετικό πρίσμα αντιμετώπισής του, αφού τον επαναφέρει στην επικαιρότητα όχι ως «στρατευμένο συνθέτη», μα πρωτίστως ως έναν δημιουργό προερχόμενο από εκείνα τα «μυθικά» χρόνια του ελληνικού τραγουδιού, στα οποία η λαϊκότητα και τα μπουζούκια συμπορεύτηκαν με την ποίηση, αλλά και με το θέατρο. Τα υπόλοιπα, από εκεί και πέρα, μπορούν όλα να συζητηθούν.

{youtube}j1a27fkqVhk{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured