Παρά την εξαιρετικά αποσπασματική τους πορεία, οι Sarissa έχουν ένα respect εκεί έξω, κυρίως γιατί έδρασαν σε χρόνια δύσκολα για εγχώριες μπάντες με σκληρό ήχο και αγγλικό στίχο. Και όχι απλά έδρασαν: εκείνο το ιστορικό (πια) demo του 1987 συζητήθηκε ευρέως, όχι μόνο εντός Ελλάδας μα και εκτός, σε εποχές στις οποίες δεν συνέβαιναν τέτοια πράγματα. Ωστόσο, για μια σειρά από αιτίες, οι Θεσσαλονικείς δεν τα κατάφεραν· παρότι βγήκε τελικά ένα ντεμπούτο στα 1990s, αφενός λόγω περιορισμένης κοπής (2.000 αντίτυπα, αν θυμάμαι καλά;), αφετέρου λόγω δισκογραφικών καιρών –οι οποίοι είχαν σαφώς αλλάξει, σε διεθνή κλίμακα– έμειναν στη μνήμη των πολλών ως ένα ταλέντο το οποίο χάθηκε άδοξα. Κάτι που επισφράγισε και η διάλυσή τους λίγο μετά και δεν πέτυχε να αλλάξει μια νέα ανάδυση της μπάντας, κάπου στα μισά των '00s.
Το Nemesis έρχεται λοιπόν να θέσει τέλος σε 12 χρόνια σιωπής, βρίσκοντάς τους να επιμένουν με δύο αυθεντικά μέλη –Δημήτρης Σελαλμαζίδης σε μπάσο και κιθάρες & Γιώργος Χατζησυμεωνίδης στα φωνητικά– πλαισιωμένα από τις νέες παρουσίες των Ορέστη Ναλμπαντή (κιθάρα) & Στέλιου Σιούλα (ντραμς). Δεν είναι όμως απλά επίμονοι οι Sarissa: αν μη τι άλλο, αυτό το άλμπουμ αποδεικνύει πως έχουν κάθε λόγο να παραμένουν ενεργοί κι ας παίζουν επί της ουσίας ένα παλιοκαιρισμένο, ηρωικό metal, που τραγουδά για πολεμιστές και ανδραγαθήματα ζωσμένο την power πανοπλία. Εάν μάλιστα είχαν προσέξει και την αισθητική του εξωφύλλου, δεν θα υπήρχε η παραμικρή γκρίνια (κακά τα ψέματα παιδιά, είναι κάκιστο...).
Το Nemesis έχει την τιμιότητα να μην ξανοίγεται σε περιοχές που δεν κατέχει για να φανεί ντε και καλά «σύγχρονο»: την επικαιρότητά του δεν την κερδίζει έτσι στη βάση της δημοφιλίας της χι ή ψι ηχητικής τάσης, αλλά με τη λογική της παραγωγής του, την ατόφια έμπνευση, την εκτελεστική βιρτουοζιτέ και τη σπάνια αίσθηση οικονομίας με την οποία έχει οικοδομηθεί. Από τα 9 τραγούδια, δεν πετάς εύκολα ούτε μισό. Ούτε καν δηλαδή η αναπόδραστη μπαλάντα ("I'm Coming Home") δεν προδίδει τη μπάντα, ούτε καν μερικά υπέρ το δέον αναμενόμενα ποδοβολητά τύπου "Sacrifice". Πουθενά δεν εντοπίζεις φλυαρίες, πουθενά δεν έχει κενούς εντυπωσιασμούς· ακούς ένα σφιχτοδεμένο σύνολο με περίπου 40 λεπτά διάρκεια, φτιαγμένο από μια συμπαγή ομάδα με καλή αίσθηση του τι θα πει μελωδική γέφυρα και στρογγυλό, μεταλλοθρεμμένο ρεφρέν ("Fight The Devil (Centuries-Old Conspiracy)", "Fallen", "Warriors").
Είναι γεγονός ότι οι Sarissa υπερασπίζονται έναν παλιό μεταλλικό κώδικα, που μπορεί να διαθέτει ακόμα πιστό κοινό, μα καλλιτεχνικά θεωρείται εξαντλημένος –άρα ντεμοντέ. Δεν ξέρω πάντως κατά πόσο ευσταθεί να μιλάμε για «ντεμοντέ» σε μια ροκ εν ρολ εποχή όπου αποθεώνονται διάφορα σχήματα επειδή κοπιάρουν επιτυχημένα μουσικές πολύ πιο παλιές από το σύμπαν αναφορών των Sarissa. Στο κάτω-κάτω, εκείνοι κι αν δικαιούνται να παίζουν α-λα-παλαιά.
Έχουν το νόημά τους ασφαλώς και τέτοιες συζητήσεις, θα ήταν κρίμα όμως να μην παρατηρήσουμε στο μεταξύ ότι οι Sarissa βάζουν εδώ το κεφάλι κάτω και μας δείχνουν γιατί η κληρονομιά των Judas Priest, του Dio, των Accept, μα και των Jag Panzer μπορεί ακόμα να ηχεί απολαυστική και πωρωτική. Και αντρίκια, επιτρέψτε μου να συμπληρώσω. Με μια γραφική ίσως έννοια, που προσωπικά όμως τείνω να νοσταλγώ στους χαλεπούς αυτούς καιρούς, όπου το ροκ εν ρολ έχει γίνει υπόθεση μουσάτων φλώρων, οι οποίοι αναλώνονται σε συζητήσεις για κρεμούλες του Κορρέ και δεν αγαπάνε τίποτα το αιχμηρό –ούτε στη μουσική, ούτε και στη ζωή τους γενικότερα.
{youtube}KkJeXsFyCf0{/youtube}