Αυτόν τον δίσκο τον πήρα στραβά. Ω, ναι. Και το λάθος είναι δικό μου, ασχέτως αν η αρχική πλατφόρμα κρίσης βασίζεται (σε σεβαστό ποσοστό) σε πραγματικά γεγονότα σχετιζόμενα με την ελληνική σκηνή. Η προσπάθεια δηλαδή πολλών ερμηνευτών και δημιουργών να εγκολπώσουν στοιχεία τζαζ ή swing σε συνθέσεις είτε ποπίζουσες, είτε εντεχνομετεωριτικού χαρακτήρα με έχει μπουχτίσει και εκνευρίσει πάρα πολύ, κυρίως γιατί παρατηρώ την έλλειψη κατανόησης απέναντι σε τέτοιες προσθήκες και τη στόχευσή τους στα τακούνια και στην κίνηση αυτών, παρά στη ρυθμολογία. Ως εκ τούτου, ακούγοντας τη Μαρία Λατσίνου, της οποίας τις εκφραστικές δομές εκτιμώ (ακόμα και σε περιόδους όπου έχει βερμπαλίσει), και τον Χρήστο Αλεξόπουλο –τον οποίον επίσης εκτιμώ, διαχρονικώς – να βαδίζουν προς τέτοια μονοπάτια, απαρνήθηκα το Μια Ανάσα Δρόμος, διώχνοντάς το από τη σιντιέρα.
Όμως το λάθος ήταν δικό μου. Διότι, ακόμα και με τις όποιες μικροσουίνγκ ενέσεις, το δίδυμο επένδυσε σε καλοζυγιασμένες ενορχηστρώσεις, που πάνε πέρα από τον εύκολο εντυπωσιασμό. Δεν θα ακούσετε λ.χ. πνευστά με εύκολες, «πιασάρικες» αποχρώσεις. Και πρέπει να γίνει ειδική μνεία τόσο στις άρσεις του Φοίβου Βαλαβάνη στα τύμπανα, όσο και στον (κυριολεκτικά) καθοδηγητικό ρόλο του Γιώργου Λιάπη στο ηλεκτρικό μπάσο, αλλά και στα πιάνα του ίδιου του Αλεξόπουλου, στα οποία αναγνωρίζεται μια ιδιότυπη σύμπλευση Erik Satie, αγγλικού ρομαντισμού new wave κοπής και Γιάννη Σπανού. Η συναισθηματικότητα επίσης των τραγουδιών, αν και βαριά ενίοτε, δεν είναι ανελαστική: βρίσκει τρόπους να λυτρωθεί προς μια πιο up tempo διάθεση. Ακούστε για παράδειγμα την επανεκτέλεση στη "Χαμένη Γενιά" (την είχαν πει ντουέτο στον δίσκο του Αλεξόπουλου Παραπούνες Και Τριαφύνταλλα, το 2006), ένα τραγούδι που ξεκινά σαν σάτιρα για να καταλήξει σε ένα δίκαιο κατηγορώ.
Όχι πως δεν υπάρχουν και αστοχίες. Σε μερικά σημεία, ας πούμε, παρατηρείται χρήση εφέ στη φωνή, που κατά τη γνώμη μου και πεπερασμένα είναι σε επίπεδο παραγωγής, αλλά και μια υπερβολική νότα δίνουν στις ερμηνείες της Λατσίνου. Συστατικό που δεν χρειάζεται, έτσι κι αλλιώς η παρουσία της πίσω από το μικρόφωνο είναι πληθωρική.
Οι στίχοι του δίσκου διαθέτουν ειδικό βάρος, χάρη στην ευρηματικότητα των λέξεων και των ομοιοκαταληξιών. Έχουν όμως και μία ακόμα σημαδούρα θετικής πλεύσης, καθώς ορίζουν μια αναχώρηση του Αλεξόπουλου από τις διαχύσεις που έχουμε δει σε προσωπικά του άλμπουμ και ενίοτε τον εγκλώβιζαν σε μια αμυντική θέση από την οποία σχολίαζε την πραγματικότητα. Εδώ αντιθέτως τον βρίσκουμε ανανεωμένο σε νοήματα (ο πυρήνας βέβαια της φιλοσοφίας του περί ζωής παραμένει ο ίδιος), αλλά και στο πώς τα εκφέρει. Και πιο επιθετικός προκύπτει έτσι και με πολλές διεξόδους στη στιχοπλοκία του, μα και απαγκιστρωμένος πια από αισθητικές θέσεις τη σκιαγράφηση των οποίων έχει πιστεύω ολοκληρώσει.
Το Μια Ανάσα Δρόμος κινείται λοιπόν με μια πυξίδα που κατευθύνει τη Λατσίνου και τον Αλεξόπουλο προς μια σύγχρονη ελληνική τραγουδοποιία η οποία δεν αρμόζει μόνο στους καιρούς και στα κελεύσματά τους, αλλά αποδεικνύεται και ευθυγραμμισμένη με τα ηχητικά τεκταινόμενα. Μακριά δηλαδή από αγκυλώσεις τύπου rock ή έντεχνο, πασχίζει –και σε αρκετές στιγμές βρίσκει– μια νεωτεριστική φόρμα, ικανή ν' αντλήσει τόσο από το διακεκριμένο ελαφρό τραγούδι της ημεδαπής (υπάρχουν λ.χ. σημεία όπου η Λατσίνου ερμηνεύει εμπνευσμένη από τη Μαρινέλλα των 1970s) και από το λόγιο κάλεσμα του Δήμου Μούτση, όσο και από τα νεόκοπα κελαρύσματα της παράδοσης: μέχρι και η Ανατολή παρελαύνει εδώ, χωρίς στιλιστικές ακρότητες.
Χαίρομαι εν κατακλείδι που καθυστέρησα παραπάνω από τα συνηθισμένα την παράδοση της κριτικής του δίσκου. Θα τον είχα αδικήσει και επ' ουδενί δεν του αξίζει μια τέτοια αντιμετώπιση.