Τι κι αν ξεκίνησε από μια σχολική μπάντα με αφελείς «ροκ» ανησυχίες; Διόλου δεν επισκίασε κάτι τέτοιο την πορεία του Νίκου Οικονομόπουλου προς το mainstream –ίσα-ίσα, ο μόνος λόγος που βρίσκεις πια κάτι για τους Out Of Control είναι η μετέπειτα καριέρα του. Τι κι αν αναδείχθηκε κατόπιν από ένα τηλεοπτικό talent show που δεν θυμάται πια κανείς (κέρδισε το Dream Show-The Music 2 πριν 5 χρόνια); Δεν τον κατάπιε η συνθήκη, όπως τόσους και τόσους άλλους. Τι κι αν το όλο παρουσιαστικό του –με το clean-cut πρόσωπο και το οξυζενέ μαλλί– παραπέμπει σε φέρελπι του ποπ στερεώματος; Τώρα θεωρείται το νέο «βαρύ χαρτί» του σύγχρονου λαϊκού τραγουδιού και ο νέος αυτός δίσκος δεν κάνει άλλη δουλειά από το να επιβεβαιώνει μια τέτοια δυναμική, καθώς κάτω από το όνομά του στοιβάζονται ως δημιουργοί παλιοί και νέοι λαϊκοί σουξεδοποιοί: Αλέκος Χρυσοβέργης, Φοίβος, Γιώργος Σαμπάνης, Χριστόδουλος Σιγανός, Ελένη Γιαννατσούλια.
Από κάθε λοιπόν άποψη ο 27χρονος Πατρινός φαίνεται ότι, πράγματι, θα είναι εδώ όπως δηλώνει και ο τίτλος του φρέσκου (πέμπτου) άλμπουμ του –συνιστώντας έτσι ένα ενδιαφέρον φαινόμενο προς μελέτη. Εν μέρει, τους όρους με τους οποίους κινείται και επιβάλλεται ένα τέτοιο φαινόμενο στον σύγχρονο λαϊκό χάρτη τους μαρτυρεί το ίδιο το Θα Είμαι Εδώ. Αρχής γενομένης από το εξώφυλλο: ενώ όλο το styling και τα σχετικά προκρίνουν τη μοντερνικότητα, απεικονίζοντας τον σταρ ως ένα οποιοδήποτε αγόρι της εποχής του που θα διασκέδαζε σε κάποιο ελληνάδικο στο Μπουρνάζι, η διακίνησή του γίνεται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που γινόταν και στα χρόνια του Κώστα Καφάση –η βιτρίνα του δίσκου έχει μόνο το πρόσωπο του καλλιτέχνη, το όνομά του κι έναν τίτλο. Ασυνέπεια τραγική, η οποία καταδεικνύει το εξής απλό, ότι πίσω από την εκσυγχρονισμένη (εκμαυλισμένη για άλλους) πρόσοψη η δισκογραφική βιομηχανία δεν θέλει παρά ξανά-μανά να βρει τον δρόμο προς το σουξέ.
Πατάς άλλωστε το play και νιώθεις δικαιωμένος για την υπόθεσή σου. Γιατί τα τραγούδια του Νίκου Οικονομόπουλου χαρακτηρίζονται, για μία ακόμα φορά, από την ίδια ασυνέπεια που διακρίνει και την εικόνα του. Προσέξτε παρακαλώ τι εννοώ, γιατί ελλοχεύει η παρεξήγηση: δεν λέω ότι τα τραγούδια του Οικονομόπουλου είναι ντε και καλά κακά. Έχει τραγουδήσει άλλωστε και στο παρελθόν καλά τραγούδια (π.χ. το “Άκουσα”), θα βρείτε μερικά τέτοια και εδώ, περισσότερα μάλιστα από κάθε άλλη φορά. Όχι ίσως κάτι σπουδαίο, καλοβαλμένα όμως λαϊκά με ή δίχως μοντέρνα στοιχεία, τα οποία και εύκολα μπορεί να επιβληθούν στο mainstream και ο έχων περισσότερες παραστάσεις να τα σιγοψιθυρίσει χωρίς να νιώθει τη νοημοσύνη του να πιάνει δάπεδο.
Το πρόβλημα, για μένα τουλάχιστον, είναι ότι αυτά τα τραγούδια τα λέει ένα αγόρι, ενώ μοιάζουν φτιαγμένα για να τα λέει ένας άντρας. Δεν αντανακλούν δηλαδή ούτε τα 27 χρόνια του ερμηνευτή, ούτε το ίματζ του, ούτε τον τρόπο που τραγουδά: αντικατοπτρίζουν την ερωτική εμπειρία από μια πιο ώριμη σκοπιά, «ζητώντας» έτσι μια φωνή πιο ψημένη από τη ζωή, με μεγαλύτερη εκφραστική ευχέρεια. Υπάρχουν λ.χ. τραγούδια που θα τα φανταζόσουν να τα λέει ο Θέμης Αδαμαντίδης (“Ήρθε Η Ώρα Να Φύγω”, “Ποια Ζωή Να Ζήσω”), ο Νίκος Βέρτης (“Πού Θα Με Πας”, “Όλα Πληρώνονται Εδώ”), ακόμα ίσως και ο Γιάννης Πάριος (“Θα Είμαι Εδώ”, “Χανόμαστε”) –όλοι τους ερμηνευτές 8 έως 38 χρόνια μεγαλύτεροι του Οικονομόπουλου. Ακόμα και το “Πουτάνα Στην Ψυχή”, ένα από τα πιο συζητημένα (λόγω τίτλου) τραγούδια του δίσκου, δεν έχει καν τη χάρη και το R’n’B λίκνισμα που είχαν οι τσούλες της Άννας Βίσση: παραπέμπει ευθέως στην πληγωμένη λεβεντομαλακία του μέσου Νεοέλληνα, την οποία εξέφραζε στα 1990s ο Νότης Σφακιανάκης.
Διόλου παράξενο λοιπόν που ο Οικονομόπουλος δεν μπορεί να τα υπερασπιστεί αυτά τα τραγούδια, δεν μπορεί να τους εμφυσήσει καμία πειστικότητα ή βιωματικότητα: τα αντιμετωπίζει ως σχήματα, στα οποία επενδύει μια στημένη δραματικότητα και μερικά τραβηγμένα φωνήεντα, μένοντας έτσι σε στεγνές, επίπεδες ερμηνείες, στερημένες και από συναίσθημα και από τεχνική –άλλωστε η φωνή του είναι μια κλασικώς αγύμναστη αγορίστικη φωνή, με δυνάμεις οι οποίες δεν επαρκούν για να τον στηρίξουν ως λαϊκό βάρδο. Παραμένει ένας βασικά ποπ τραγουδιστής ο Οικονομόπουλος, ο οποίος, αντί να τα βάλει (κι εκείνος) με τον Χατζηγιάννη, έστριψε προς πίστα μεριά, ελπίζοντας ίσως να καλύψει το κενό που έμεινε στην πιο ελαφρά πλευρά τους μετά τη δύση του άστρου του Αντώνη Ρέμου (“Μάτωσα Για Σένα”, “Δευτερόλεπτα Θα Μείνω”). Διόλου τυχαία, αισθάνεται εμφανώς πιο άνετα στο μικρόφωνο όταν καλείται να πει τυποποιημένα δυτικότροπες μπαλάντες σαν το “Ψάξε Με”, από τις οποίες απουσιάζει οποιαδήποτε επίκληση στο μπουζούκι –τραγούδι που ο Οικονομόπουλος λέει σε γραμμές οικείες από τον Χρήστο Δάντη.
Συμπερασματικά, το Θα Είμαι Εδώ είναι ο καλύτερος μέχρι σήμερα δίσκος του Νίκου Οικονομοπούλου. Οποιοσδήποτε άλλος σταρ του σήμερα θα ήταν ευτυχισμένος να έχει τα τραγούδια που ακούμε εδώ, εκείνος όμως αδυνατεί να τα υπερασπιστεί και να τα αναδείξει, κυρίως γιατί εξακολουθεί να μη μπορεί να σταθεί ως λαϊκός τραγουδιστής και γιατί επιμένει να τραγουδάει για πράγματα με τα οποία δεν δείχνει να συνδέεται επαρκώς συναισθηματικά. Έτσι, η –αντικειμενικά– μεγάλη επιτυχία που απολαμβάνει γίνεται ένας ακόμα δείκτης των αδιεξόδων και προβλημάτων τα οποία μαστίζουν το συγχυσμένο και κατακερματισμένο λαϊκό τραγούδι των ημερών μας.