Δεν ξέρω τι ακριβώς απέγινε ο μοναχικός, σπάνιος και ακριβός αστακός του τίτλου, ο οποίος από τη Μαύρη Θάλασσα –όπου λατρευόταν ως θεός λόγω των παραισθησιογόνων ιδιοτήτων του– κατέληξε σε ένα αθηναϊκό εστιατόριο, που ήθελε έτσι να γιορτάσει τον έναν χρόνο λειτουργίας του. Τα υπόλοιπα διαδραματίζονται στην ομότιτλη ταινία του Γιώργου Μπακόλα (2010) που δεν έχω δει. Εδώ έχουμε το soundtrack της, κυκλοφορημένο σε μόλις 250 βινυλιακά αντίτυπα από τη μικρή μα ιδιαιτέρως ανήσυχη b-Otherside.

Ο Θανάσης Ξανθάκος είναι ίσως γνωστός σε κάποιους ως οργανίστας των Teardrops. Αλλά στον Μοναχικό Αστακό εκθέτει μια άλλη του πλευρά, πολύ διαφορετική και αισθητά απομακρυσμένη από τις γκαραζοπάνκ ανησυχίες εκείνων. Με λόγο οργανικό και συνήθως αφαιρετικής διάθεσης, ο Ξανθάκος περιπλανιέται εδώ μεταξύ ψυχεδέλειας και free jazz, αναμοχλεύοντας μνήμες από το παρελθόν. Επιδιώκει –όπως ρητά αναφέρει– όχι μόνο τις κινηματογραφικές σκηνές του Μπακόλα να επενδύσει μουσικά, μα να φτιάξει κι ένα αυτόνομο ηχητικό οικοδόμημα. Τα καταφέρνει; «Ναι μεν, αλλά...» είναι η δική μου απάντηση.

Ο Σπαρτιάτης συνθέτης παρατάσσει το γνωστό τρίπτυχο μπάσο/κιθάρα/ντραμς, ανακατεύει όμως στην υπόθεση και τρομπέτα, σίνθια και φαρφίσα –όλα σε δοσολογίες πολύ μετρημένες. Πολλές φορές, όμως, η λεκτική περιγραφή των όσων επιδιώκει να μεταδώσει (τη βρίσκετε στο εσώφυλλο του άλμπουμ) αποδεικνύεται ανώτερη των μουσικών του ιδεών καθ’ αυτών (π.χ. “Πρωινό Στα Εξάρχεια”, “Περίεργο Απόγευμα”), ενώ δεν αποφεύγεται και μια αθεράπευτα ρετρό αίσθηση: έχεις την εντύπωση λ.χ. ότι η φαρφίσα δεν μπορεί να ξεκολλήσει από τα 1960s ή ότι η τρομπέτα στο “Ανοίγοντας Το Κουτί” δεν δύναται να μετακινηθεί πέραν των free jazz δεδομένων, με τρόπο ανανεωτικό.

Ωστόσο, υπερτερεί τελικά η γενικότερη ατμόσφαιρα που πλάθει ο Θανάσης Ξανθάκος: το soundtrack για τον Μοναχικό Αστακό μπορεί να μη γεμίζει το μάτι στην αποδόμηση των συστατικών του, κάτι όμως στο σύνολο λειτουργεί και κατά σημεία σε κερδίζει. Είναι νομίζω η άποψη που έχει ο συνθέτης για τη γεωμετρία των ήχων του και ο τρόπος του στην άρθρωσή τους, παρά οι ίδιοι. Κάπως έτσι, το “Θέμα” επικαλείται τους Pink Floyd του Syd Barrett χωρίς να σε κάνει να διαμαρτύρεσαι, ενώ η φαρφισωτή “Σπείρα” πείθει για τον ορισμό της: «μεταμορφωτικά φθαρμένες παραλλαγές εσωτερικών εικόνων και συναισθημάτων, περιστρέφονται σε μία δίνη που εκτείνεται στο ονειρικό άπειρο».

Είναι σαφώς οι δύο δυνατότερες στιγμές μιας δουλειάς ενδιαφέρουσας, η οποία όμως δεν εξυψώνεται πέρα από αυτό το μεσοβέζικο όριο. Το soundtrack –ως αυτόνομο πάντα της ταινίας δημιούργημα– σε ιντριγκάρει, σε πείθει ότι έχει κάτι να σου πει, εντούτοις δεν αφήνει τελικά δυνατό το αποτύπωμά του στο μνημονικό σου.  

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured