«Είναι ωραία να λιάζεσαι/μα προτιμότερο να σεληνιάζεσαι». Η (ίσως) εύλογη αγανάκτηση, όπως αποτυπώθηκε σε τοίχο του κέντρου της Αθήνας λίγο πριν την εθιμοτυπικά μαζική φυγή παρά θιν' αλός των ιθαγενών του άστεως και τη (συνεπαγωγική) διάσπαση του φαινομενικά αρραγούς κινήματος των Αγανακτισμένων, θα μπορούσε να αποδώσει σχηματικά –χάριν επιμυθίου– την κατακλείδα του παρόντος κειμένου.
Συνιστά όμως ιδιομορφία, μια ιδιότητα που συναινεί στον χαρακτηρισμό του Boy ως sui generis περίπτωση για τα εγχώρια δισκογραφικά και συναυλιακά δρώμενα (όσοι τον έχουν παρακολουθήσει ζωντανά πιθανώς να με εννοούν): υπάρχουν οι ένθερμοι θιασώτες της μουσικής και στιχουργικής του οπτικής, οι οποίοι –μάλλον βιαστικά και άκριτα– τον χρίζουν συνεχιστή της σπουδαίας κληρονομιάς των Χατζιδάκι, Θεοδωράκη και Stereo Nova, κρίνοντας ad hoc και ανάλογα με το αν προκρίνουν ως σημαντικότερη δουλειά του το Κουστουμάκι ή τις κυκλοφορίες των Mary & The Boy και τις συνέργιες με τον Felizol. Σε αντίστιξη, ένα σημαντικό κομμάτι της μουσικής του κατάθεσης κατακρίνεται ως μονότονο και αυτιστικό, ενώ οι στίχοι του από αναίτια προβοκατόρικοι ως απλά χυδαίοι και κανιβαλιστικοί. Άλλη μια απόδειξη λοιπόν της ύπαρξης γκρίζων ζωνών στις προσλαμβάνουσες της τέχνης...
Ας μην μακρηγορούμε –εξάλλου το προστάζει και το 13ο κομμάτι του τέταρτου προσωπικού και δεύτερου ελληνόφωνου δίσκου του Boy, συνοδεία πιανιστικών πληκτρισμών ερέβους κομπλέ με μπότα και πιατίνι να βυσσοδομούν διακριτικά. Στα περίπου 70 λεπτά διάρκειας του φροϋδικού μάντρα του Αλέξανδρου Βούλγαρη πτυχώνονται άλλοτε προς τα έξω μα κυρίως προς τα έσω όλες οι θετικές και αρνητικές πλευρές της «απρόθυμης» τραγουδοποιίας του.
Εξηγούμαι: η περσόνα που έχει χτίσει από το Κουστουμάκι και μετά –με δούρειο ίππο την ελληνικότητα της εκφοράς– περισσότερο σκηνοθετεί, περφορμάρει και ξεκαρδίζει τις μπλαβί προφητείες της, σε σημείο που αναμένεις, μαζί με το υπάρχον CD, ένα επιπλέον ψηφιακό δισκίο με σκηνοθετημένο θεατρικό γύρω από τους 15 μελοποιημένους μονολόγους και όχι ένα βιβλίο τιτλοφορούμενο Μαύρο Αίμα! Εδώ έγκειται η «απροθυμία» και κουρνιάζει μαζί της η επανάληψη της ίδιας μανιέρας, ο υπερπληθωρισμός αδύναμων στιγμών πλησίον μελωδικών διαμαντιών (τα οποία θυσιάζονται στον βωμό μιας αμφιλεγόμενης αντισυμβατικότητας), η επικοινωνία της δικής του εσώτερης επανάστασης με τίμιες εκκρίσεις υποσυνείδητου Πατησίων & Σολωμού γωνία ανάκατες με ωμό, «σωματικό» στιχουργικό υλικό ακραία πορνογραφικού ή/και σκατολογικού περιεχομένου. Το παρόν κείμενο δεν κρίνει σκόπιμο να συμπεριληφθούν βρωμόστομες εκφράσεις χάριν εντυπωσιασμού ή (παρ)ερμηνείας του κόσμου του Boy, ο ακροατής καλείται επομένως να βουτήξει ο ίδιος στα θολά νερά μιας, ούτως ή άλλως, απαιτητικής ακρόασης.
Ήλιος.Θάλασσα. Ακτινοβολία.Σαρκοφαγία. Παχυσαρκία.Χριστιανισμός. Οικογένεια.Εξοχική Κατοικία.
Μια αμπάριζα τα φολιδωτά ψηφιδωτά ενός μωσαϊκού που, δυνητικά, αντανακλά το κολασμένο κέντρο της Αθήνας και άλλοτε αναστρέφει τον καθρέφτη της αυτογνωσίας προς τα είδωλά του. Απνευστί 16 σελίδες πυκνογραμμένων στίχων στο μεταίχμιο μοναδικής οξυδέρκειας και ακατάσχετης «πάρτα μωρή άρρωστη» μπρουταλιτέ φλυαρίας, ανάκληση μουσικών μοτίβων τα οποία παρήγαγε –σχεδόν άριστα– στο Κουστουμάκι, γυμνωμένα τώρα από την αίγλη των επιρροών τους. Μαζί, αρκετά «φιλεράκια» και στιγμές οι οποίες δείχνουν να ξεστράτισαν από την προηγούμενη δουλειά του.
Αρκεί: στην Ηλιοθεραπεία, ο Boy ξαναθυμίζει ότι ανήκει σε μια νέα γενιά δημιουργών η οποία αξίζει να προστατευθεί από το –κακώς εννοούμενο– hype, παραμένοντας τιμητικά ανένταχτη σε «μαντριά» κατηγοριοποίησης κι αποφεύγοντας, στη στροφή, την τυποποίηση. Εδώ πάντως ο Βούλγαρης παραδίδει έναν μάλλον άνισο, πιθανώς μεταβατικό, ολωσδιόλου «ενοχλητικό» δίσκο, ο οποίος, σε ενσώματη μορφή, θα μπορούσε να ξεστομίσει αυτό που πρωτοειπώθηκε μόλις το 1964: «... and don't criticize what you can't understand». Η Inner Ear φαίνεται να το έχει κατά νου, κυκλοφορώντας άλλη μια καλαίσθητη έκδοση.