Στο σημείωμα το οποίο εσωκλείεται στην παρούσα έκδοση, ο συνθέτης Νεκτάριος Καραντζής γράφει:
«…Κυρίως όμως έπρεπε να απαντηθεί το ερώτημα: Αν η μουσική για το σημαντικότερο ίσως έργο της ελληνικής λογοτεχνίας έπρεπε να έχει χαρακτήρα ελληνικό, τότε τι σημαίνει ελληνική τέχνη; Και ποια τα χαρακτηριστικά της ελληνικής μουσικής;».
Και πώς προσεγγίζεις αυτήν την ελληνικότητα; Στον νου μου σχηματίζονται δύο δρόμοι, οι οποίοι δεν αφορούν μονάχα στη συνθετική προσέγγιση, μα επιβάλλουν και την ακροαστική: αυτός της ιστορικής ακρίβειας κι αυτός της αίσθησης. Τυγχάνει να έχω υπόψη μου ένα παράδειγμα του πρώτου: το 2005, ο Ελβετός καθηγητής μουσικής αρχαιολογίας, Conrad Steinmann, κυκλοφόρησε με το Melpomen Ensemble του έναν δίσκο με θέματα παρμένα από την αρχαία ελληνική γραμματεία –επιστέγασμα χρόνιας επιστημονικής έρευνας, με προαπαιτούμενη την ιστορική ακρίβεια. Τα όργανα που χρησιμοποιήθηκαν κατασκευάστηκαν με βάση αρχαιολογικά ευρήματα, ενώ η μουσική ήταν μεν αποτέλεσμα δημιουργικής φαντασίας, βάσιζε ωστόσο (όσο ήταν δυνατό) την εγκυρότητά της στην ιστορική γνώση της αρχαίας τονικότητας και του μουσικού πράττειν του 5ου π.Χ. αιώνα.
Ο Καραντζής συνεχίζει στο σημείωμά του: «Ελληνική τέχνη σημαίνει μέτρο, ισορροπία, ανθρώπινη διάσταση, αρμονία. Η λιτότητα της δωρικής αρχιτεκτονικής, η συμπύκνωση του αρχαίου ελληνικού λόγου, η παντελής απουσία του περιττού από το δημοτικό τραγούδι…». Γίνεται αντιληπτό ότι το ζητούμενο εδώ δεν είναι το ίδιο, η ιστορική δηλαδή εγκυρότητα. Ο δίσκος άλλωστε δεν είναι επιστημονική εργασία, είναι εμφανώς καλλιτεχνική. Άπτεται δηλαδή της αισθητικής, της δια των αισθήσεων γνώσης, και είναι έτσι επιρρεπής στην αφαίρεση, στην ποιητική αδεία.
Χρησιμοποιώ τον παραπάνω συλλογισμό διότι με βοήθησε να προσεγγίσω τούτο το έργο, το οποίο έστεκε απρόσιτο για καιρό. Έλυσε, κατά κάποιον τρόπο, τη σύγχυση που μου δημιουργούσε ένας δίσκος ο πρώτος στίχος του οποίου είναι το γνωστό «Άνδρα μοι έννεπε, Μούσα, πολύτροπον». Σύγχυση πολιτισμική, γλωσσική, εθνολογική, μουσικολογική… Και τότε άρχισα να καταλαβαίνω πως τούτη η εκδοχή της Ομήρου Οδύσσειας από τους Νεκτάριο Καραντζή και Σαβίνα Γιαννάτου (η οποία ανετέθη στον συνθέτη από τη Δημοτική Κοινωφελή Επιχείρηση Ιθάκης), παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ειρήσθω εν παρόδω, ο Καραντζής ζει μεν στη Θεσσαλονίκη έλκει όμως την καταγωγή του από την Ιθάκη.
Το ενδιαφέρον φυσικά έγκειται στον τρόπο. Το σημαντικό είναι ότι ο Καραντζής δεν αποπειράται να αναπαραστήσει την αρχαία ελληνική μουσική. Είναι ένας σύγχρονος Δυτικός συνθέτης με ερείσματα τόσο στην κλασική μουσική και στην τζαζ, όσο και στο παραδοσιακό τραγούδι (βλέπε πολυετή θητεία στην Μπάντα Της Φλώρινας), ο οποίος –μελοποιώντας ένα αρχαίο κείμενο– βλέπει το παρελθόν ως αφετηρία σκέψεων, ως πηγή νοημάτων προς αποκρυπτογράφηση. Μένει έτσι προσηλωμένος στη λιτότητα και επιλέγει απλές συνθετικές γραμμές, που σκοπό έχουν να εξυπηρετήσουν την αφήγηση. Διότι το κλίμα που δημιουργεί η συνθετική του και το πώς αυτή εξελίσσεται, στηρίζουν την αφηγηματική τοποθέτηση του δίσκου, όσο ισχυρά το κάνει κι η Σαβίνα Γιαννάτου με την απαγγελία ή με το τραγούδι της.
Ο σκοπός του Καραντζή (φαίνεται να) είναι να πει την ιστορία· οι συνθετικές του επιλογές το καταδεικνύουν. Οι λιτές δημιουργίες του είναι εκφραστικά ακριβείς, η σχεδόν στωική ρυθμικότητά τους επιβάλλεται τις περισσότερες φορές από την ιδιόμορφη στιχουργική του έργου –από τον 15σύλλαβο ή 17σύλλαβο ομηρικό στίχο– ενώ η ισορροπία η οποία διέπει το έργο στο σύνολό του είναι σίγουρα αξιοσημείωτη. Όλα τούτα προσδίδουν στον δίσκο μία ξεχωριστή, επιβλητική ατμόσφαιρα (σε στιγμές ακόμα και κατανυκτική), η οποία παραμένει πάντα διακριτική και δεν γίνεται ποτέ πομπώδης.
Στα παραπάνω προστίθεται και η ευφυής ενορχήστρωση του Καραντζή. Το παιχνίδι (και) εδώ παίζεται ξεκάθαρα ανάμεσα στην ελληνικότητα και στη νεώτερη Δυτική λογιότητα και υποστηρίζεται επαρκέστατα από την επιλογή των οργάνων: από τη μία, όργανα η καταγωγή των οποίων χάνεται στο μακρινό παρελθόν, όργανα που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε παραδοσιακά –σαντούρι, ούτι, καβάλ ή παραδοσιακά κρουστά. Από την άλλη, σύγχρονα όργανα τα οποία συναντά κανείς σε ποικίλες εκφράσεις της επίκαιρης Δυτικής μουσουργίας –βιολί, τσέλο, φαγκότο, κλαρινέτο ή όμποε, με την άρπα να αποτελεί τον συνδετικό κρίκο. Πολλές είναι οι φορές όπου τα σύγχρονα όργανα δημιουργούν το βάθρο από το οποίο η σύνθεση βουτά στο παρελθόν, άλλες όπου τα χνάρια του ήχου χάνονται στο βάθος των αιώνων και άλλες, τέλος, όπου η Δύση δηλώνει εμφατικότερα παρούσα.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει η (για άλλη μία φορά) εξαιρετική Σαβίνα Γιαννάτου, η οποία πότε τραγουδά και πότε απαγγέλλει και –ακολουθώντας τις λιτές γραμμές των συνθέσεων– αποδίδει στην εντέλεια το αρχαίο κείμενο, προσδίδοντάς του φυσικότητα, σωστό τονισμό και τον απαιτούμενο ανά στιγμές λυρισμό. Καίρια και η σύμπραξη μουσικών με αξιοσημείωτη πορεία στην εγχώρια τζαζ (κι όχι μόνο), όπως λ.χ. ο Παντελής Στόικος (καβάλ), ο Θύμιος Ατζακάς (ούτι), ο Δημήτρης Λεοντζάκος (κλαρινέτο) ή ο Αλέκος Παπαδόπουλος (κρουστά).
Μία διάδραση λοιπόν μεταξύ της Δυτικής λόγιας παράδοσης και μιας ενστικτώδους ελληνικότητας –αυτό είναι, εν κατακλείδι, το κυρίαρχο στην Ομήρου Οδύσσεια των Καραντζή & Γιαννάτου. Μία ελληνικότητα εκφερόμενη μέσα από ήχους παραδοσιακών οργάνων (οι οποίοι βεβαίως δεν απηχούν μόνο στη δική μας παράδοση αλλά και στην ευρύτερη λεκάνη της νοτιοανατολικής Μεσογείου –η παράδοση άλλωστε συχνά αμφισβητεί με μοναδική επιτυχία τα γεωγραφικά σύνορα) και φυσικά μέσα από τα όσα πολύ σωστά επισημαίνει ο ίδιος ο συνθέτης.
Αλλά, από όλους τους καλλιτεχνικούς στόχους που επιτυγχάνει το άλμπουμ, ένας μου φαίνεται βαθύτερος και –επιτρέψτε μου– πολιτισμικά σημαντικότερος: η προβολή ενός μεγάλου, αρχαίου έργου στο σήμερα, η θέαση που αυτός ο δίσκος προσφέρει στον Όμηρο, η οποία (πέρα από την όποια καλλιτεχνική αξία), απέχει παρασάγγας από τη στείρα, κοντόφθαλμη και βαθμοθηρική λογική που μας προσφέρθηκε στα σχολικά μας χρόνια…