Ζίτερ και αντικείμενα. Τίποτα άλλο. Διευκρινίζεται και στο εσώφυλλο του δίσκου: «no electronic effects, overdubbing or processing were used». Κρατάω τα Αγγλικά, γιατί είναι πιστεύω κατανοητά σε όλους και γιατί έτσι είναι γραμμένη η φράση, σε μια λογική που δεν υπάγεται στην ψωναρία των εγχώριων μουσικών αλλά αντικατοπτρίζει ότι, εδώ και χρόνια, δίσκοι σαν το Stroke By Stroke λαμβάνουν περισσότερης προσοχής εκτός, παρά εντός συνόρων.
Όπου ζίτερ –γιατί σε βλέπω που βαριέσαι να το γκουγκλάρεις– παραδοσιακό έγχορδο όργανο. Της Κίνας νομίζουν οι περισσότεροι, ωστόσο είναι κοινό και στους πολιτισμούς των γερμανόφωνων ορεινών περιοχών της κεντρικής Ευρώπης, άσχετα αν εδώ κι εκεί παίζεται με διαφορετική λογική. Ζίτερ λοιπόν και αντικείμενα. Α, και θόρυβοι. Μία ακόμα διευκρίνηση από το εσώφυλλο: «ambient noise from several parallel events taking place in Greece at the time of the recording, has deliberately not been removed». Προσέξτε το «deliberately», γιατί δείχνει το συνειδητό της Δήμητρας Λαζαρίδου-Χατζηγώγα να αφήσει το εκάστοτε τοπίο να παρεισφρήσει στο Stroke By Stroke, με την όποια τυχαιότητα αυτό κουβαλά. Και όντως, εκείνα τα κορναρίσματα από τους δρόμους της Αθήνας που σε υποδέχονται στη 13 δευτερολέπτων εισαγωγή “Gargaretta” την κάνουν τη δουλειά τους: φαντάζεσαι αμέσως το ανοιχτό παράθυρο της δημιουργού και από το έξω μεταφέρεσαι –βίαια και με θόρυβο– στο μέσα, με όχημα το “Qualia”.
Η Λαζαρίδου-Χατζηγώγα έχει φτιάξει εδώ μια δουλειά με ένταση, οι ηχητικές «επιθέσεις» της οποίας συχνά σου μεταδίδουν ένα μάγκωμα, μια αίσθηση ότι δεν ανασαίνεις και πολύ καλά –παρότι υπάρχουν και στιγμές γαλήνης, ανακουφιστικά διάσπαρτες εδώ κι εκεί (όπως λ.χ. το “Woody Woodpecker”). Κλειδί στον λεγόμενο «μέσο ακροατή» δεν παρέχει για την περιπλάνηση: ο τελευταίος, αν τύχει και ακούσει, μάλλον δεν θα είναι καν σε θέση να καταλάβει γιατί θα έπρεπε να αντιμετωπίσει το Stroke By Stroke ως έργο μουσικής και όχι ως μια συλλογή θορύβων. Στον προσεκτικό πάντως οδοιπόρο, ο τίτλος του άλμπουμ θα αποκαλύψει μια ποιητική συλλογή του Henri Micheux (1899-1984), ενώ οι ημερομηνίες ηχογράφησης θα συμπέσουν με την ταραγμένη Αθήνα του 2010 –με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται κάτι τέτοιο. Αν τώρα δέσετε αυτά τα δύο, ίσως σας αποκαλυφθεί ότι το άλμπουμ –όπως και η ποίηση του Micheux– είναι ένα μήνυμα από ένα εσωτερικό σύμπαν, πολύ ιδιοσυγκρασιακό για να φτάσει σε πολλούς αποδέκτες, μα εξαιρετικά πρωτότυπο.
Όπως όμως και πολλοί πειραματιστές, νομίζω ότι και η Λαζαρίδου-Χατζηγώγα δεν έχει απαντήσεις ως προς το πού ξεκινά η μουσικότητα και πού παραδίδει τον ακροατή σε οργανωμένες ακολουθίες ήχων: προτιμά, κι αυτή, να πετάει το μπαλάκι στον τελευταίο, σε μια μεταμοντέρνα λογική του στιλ «αν βρίσκεις νόημα, τότε υπάρχει, αν το θεωρείς μουσική, τότε είναι». Ωστόσο, όχι μόνο αποδεικνύει κατά περιστάσεις ότι είναι ικανή να παράγει μουσικότητα, μα σαφώς σε εντυπωσιάζει με τον τρόπο που μεταχειρίζεται το ζίτερ. Ως προς αυτό, πρόκειται για μια μουσικό με απαράμιλλο και ιδιαίτερα πρωτότυπο στιλ, η οποία αυτήν τη στιγμή δεν δείχνει να έχει ανταγωνιστές.