Χαράς ευαγγέλια για την ελληνική mainstream ποπ! Με ήδη επιτυχημένες παρουσίες σε δίσκους της Ελεονώρας Ζουγανέλη, του Σάκη Ρουβά και της Ραλλίας Χρηστίδου, ο Δημήτρης Φάκος αποδεικνύει με την πρώτη του δισκογραφική δουλειά ότι μπορεί να γράφει συμπαθέστατα ποπ τραγούδια: προορισμένα μεν να γίνουνε χιτ, όχι όμως βασισμένα στη φτήνια και στην ευκολία. Δεν θα βρείτε βέβαια σπουδαίες συνθέσεις στο Αιτία Για Αλητεία, ας το ξεκαθαρίσουμε αυτό. Αλλά –αφού ξεπεράσετε την ψυχρολουσία του άστοχου τίτλου και του κακόγουστου εξώφυλλου– θα ανακαλύψετε όλα τα ενδιαφέροντα στοιχεία αυτού του νέου δημιουργού.
Το πρώτο πράγμα που τραβάει την προσοχή εδώ είναι οι στίχοι του Φάκου. Ακομπλεξάριστη, σύγχρονη και αρκετά έξυπνη «αντρική» γραφή, η οποία μιλάει με χιούμορ, αμεσότητα και απλότητα για γκόμενες, μεθύσια, σκυλάδικα, ερωτικά ζόρια, χωρισμούς, μοναξιές και έρωτες, αγγίζοντας όμως εύστοχα ακόμα και πιο κοινωνικά ζητήματα –όπως π.χ. στο “Των 700”, με την επίκαιρη θεματολογία που μπορείτε να φανταστείτε. Σε κάποια πάντως σημεία ο Φάκος ολισθαίνει προς την απλοϊκότητα και τον ψευδοεντυπωσιασμό, ενώ κουράζει πιστεύω και η υπερβολική χρήση της αργκό, καθώς ο δημιουργός αφήνει να διαφανεί μια αγωνία να πείσει για τη λαϊκότητά του. Πάντως υπηρετεί άψογα τη λογική των στίχων του και στο ερμηνευτικό κομμάτι χάρη στην όμορφη και χαρακτηριστική του χροιά, συνδυάζοντας στο τραγούδι του τη μαγκιά με την ευαισθησία.
Αλλά το πιο μεγάλο φάουλ λαμβάνει χώρα στον ενορχηστρωτικό τομέα. Ενώ δηλαδή συνθετικά ο Φάκος εναλλάσσει πιασάρικους ποπ/ροκ ρυθμούς (που δεν διστάζουν να μπλουζάρουν σε σημεία) με όμορφες μπαλάντες οι οποίες φλερτάρουν ακόμα και με το R’n’B, η ενορχήστρωση –ειδικά στην πρώτη περίπτωση– είναι γεμάτη με σολαρίσματα που παραπέμπουν κατευθείαν στα 1980s, φέρνοντας έναν παλιομοδίτικο και παρωχημένο αέρα σε μια δουλειά που επιδιώκει το σύγχρονο. Ίσως γι’ αυτό κι αν θελήσουμε να κάνουμε λόγο για αναφορές έρχονται κατευθείαν στο μυαλό καλλιτέχνες όπως ο Νίκος Καρβέλας (των πρώτων χρόνων) ή ο Κώστας Τουρνάς. Θα προτιμούσα προσωπικά τέτοιες επιρροές να έμεναν μόνο σε επίπεδο έμπνευσης και να μην φαίνονταν τόσο έντονα στο έργο, αν και επιμένω ότι φταίει κυρίως η ενορχήστρωση και όχι εγγενή προβλήματα των συνθέσεων για αυτήν την αίσθηση.
Παρόλα αυτά, το άλμπουμ εξακολουθεί να ακούγεται ευχάριστα. Μακριά από τον αβάσταχτο μελοδραματισμό του Γιώργου Θεοφάνους και πιο κοντά σε ελληνικά ακούσματα από τη δυτικότροπη ποπ του Γιώργου Σαμπάνη, ο Δημήτρης Φάκος κατακτά το δικό του μεσοδιάστημα και αναδεικνύεται με το Αιτία Για Αλητεία στην πιο ενδιαφέρουσα νέα γραφή σε ό,τι αποκαλούμε –ενδεχομένως άστοχα– «εμπορική μουσική».