Είχα ξεκινήσει με κάθε καλή διάθεση και πρόθεση να γράψω για το ντεμπούτο του Αδριανού Νόνη με τίτλο Χαμογελάω (απόλυτα θετικός τίτλος!), όμως οι ακροάσεις μού μείωσαν το ενδιαφέρον. Από τα μισά του άλμπουμ μέχρι το τέλος σταμάτησα μάλιστα να κρατάω σημειώσεις και απλά παρατηρούσα: τους στίχους, τις μουσικές αλλαγές, τις διακυμάνσεις της φωνής, τα τεχνικά χαρακτηριστικά, τις συνθετικές ιδιαιτερότητες αλλά και την εκτέλεση των μουσικών οργάνων, μεταξύ άλλων.
Αρχικά, τα τραγούδια παρουσιάζουν ενδιαφέρουσα μουσική ανομοιομορφία και ποικιλία –από τα θετικότερα χαρακτηριστικά του άλμπουμ. Ο δημιουργός δεν επαναλαμβάνεται και επενδύει στα δυνατά του σημεία: στις κιθάρες, στη μουσική σύνθεση και στην ενορχήστρωση. Αλλά το Χαμογελάω του Ανδριανού Νόνη πάσχει τελικά από την ασθένεια της «μοντέρνας νεανικής μουσικής σκηνής». Μοιάζει δηλαδή στιλιστικά με άλμπουμ επαγγελματιών καλλιτεχνών (κυρίως συγκροτημάτων), που παίζουν ζωντανά σε διάφορες σκηνές κι έχουν ένα στάνταρ πρόγραμμα περίπου δίωρο, αποτελούμενο από ένα συνονθύλευμα δικών τους δημιουργιών, με διασκευές και με θεατρικού τύπου διαλείμματα.
Γιατί όμως χαρακτηρίζω ως «ασθένεια» αυτήν τη μορφή του ελαφρολαϊκού των ’00s; Γιατί κατακερματίζει τη μουσική δημιουργία. Από τη στιγμή που η μουσική γίνεται επάγγελμα κινδυνεύει να χάσει ένα σημαντικό μέρος της, ίσως την «ψυχή» της. Το Χαμογελάω έχει μεν ψυχή, ταυτόχρονα όμως διαθέτει κι όλα τα μάρκετιγκ συστατικά ώστε να προωθηθεί στο αντίστοιχο κοινό (ποιο κοινό; Τους θαυμαστές των «μοντέρνων νεανικών μουσικών σκηνών» βεβαίως). Τα συστατικά αυτά είναι:
Α) δύο διασκευές, το “Ένα Τραγούδι Απ’ Τ’ Αλγέρι” του Απόστολου Καλδάρα σε bossa nova –μια κατά τ’ άλλα πολύ καλή, που μου εντυπώθηκε στη μνήμη– και το “Πού ’Σαι Θανάση”, το οποίο κινείται εδώ σε πιο jazzy μονοπάτια.
Β) το τραγούδι “Ο Τοίχος”, με το οποίο ο δημιουργός συμμετείχε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 2008 –γιατί να συμπεριλαμβάνεται παλαιό υλικό σε έναν καινούργιο δίσκο;
Γ) η εναλλαγή ρυθμικών μοτίβων, μελωδιών αλλά και μουσικών στυλ μεταξύ των κομματιών –από τα βασικά χαρακτηριστικά των προαναφερομένων μουσικών σκηνών, καθώς έτσι θεωρείται ότι κρατιέται αμείωτο το ενδιαφέρον του ακροατηρίου.
Σε κάθε περίπτωση βέβαια, μπορεί ο στόχος του Αδριανού Νόνη ή ίσως της εταιρείας του να ήταν ακριβώς αυτός: να ντυθούν τα τραγούδια του με τέτοια εμπορικά στοιχεία, ώστε να καταστεί ευκολότερος ο προσηλυτισμός ακροατηρίου στις τυχόν ζωντανές εμφανίσεις του. Δημιουργικά όμως, αφήνεται ακάλυπτος ένας νέος μουσικός από τον οποίον δεν λείπει το ενδιαφέρον: στιγμές όπως τα “Μέρες”, “Σαν Μετανάστης” και “Για Λίγο” τονίζουν τα προτερήματα του Ανδριανού Νόνη. Τα υπόλοιπα είναι ζήτημα επιλογών.