Διαβάζω ορισμένες από τις διθυραμβικές κριτικές που έχουν ήδη δημοσιευθεί για το Futrue του León. Δυστυχώς, κάποιοι μουσικοκριτικοί έχουν την κακή συνήθεια να αποθεώνουν νέα άλμπουμ χωρίς να παραθέτουν τα επιχειρήματά τους. Ως αποτέλεσμα, εξυψώνονται μέτριες κυκλοφορίες επισκιάζοντας όσες πραγματικά το αξίζουν. Και στην περίπτωση του León έχουμε να κάνουμε με ένα δύσκολο άλμπουμ, το οποίο όμως αποδεικνύεται (στην πλειοψηφία του) εξαιρετικό. Το ταλέντο άλλωστε του Τίμου Βερέμη, του ανθρώπου πίσω από τον León, έχει φανεί από την εποχή που συμμετείχε στους Mimosa’s Dream. Εδώ, ξετυλίγει ποιοτικά την πιο ώριμη πλευρά του.

Η ακρόαση του Futrue θυμίζει παράσταση σε τσίρκο, ένα όμορφο και ευχάριστο θέαμα το οποίο, μόλις τελειώσει, σε φέρνει αντιμέτωπο με την πραγματικότητα –τόσο των ανθρώπων του τσίρκου όσο κι αυτή που βιώνεις, αφήνοντας μια αίσθηση πικρίας. Το Futrue είναι, με αυτή την έννοια, ένα αρκετά θεατρικό άλμπουμ (έχουμε δει αντίστοιχες ηχητικές επιτελέσεις από τους Dirty Granny Tales και 2L8) και διαθέτει πολλά στοιχεία τα οποία μπορούν να σχολιαστούν, τόσο λόγω της μουσικής του ποικιλομορφίας, όσο και του εννοιολογικού, στιχουργικού μέρους.

Όμως, γίνεται μια –μεγάλη, νομίζω– προσπάθεια να παρουσιαστεί ο León ως ο τροβαδούρος με το γιουκαλίλι. Αλλά μια τέτοια μορφή branding τον υποβαθμίζει, καθώς το πιο δυνατό του στοιχείο είναι το συνθετικό του ταλέντο. Τα τραγούδια του Βερέμη ξεφεύγουν από την αναμασημένη pop-rock φόρμα κουπλέ/ρεφρέν/κουπλέ, επιδεικνύοντας, δομικά, μια ισορροπία μεταξύ της ποπ (“Letters To My father” και “Someday, Somewhere, Maybe Somebody”) και του ιμπρεσσιονιστικού μουσικού στοιχείου: δεν μπορείς, δηλαδή, να συγκρατήσεις μελωδίες γιατί αφενός παρουσιάζονται πολλές και διαφορετικές και αφετέρου δεν υπάρχει η συνηθισμένη δομή ως σημείο αναφοράς (βλέπε “The Real Elevator”). Τα τραγούδια του ντύνουν δε όργανα όπως πιάνο, βιολί και τσέλο (πολύ καλό το φινάλε στο “Timeless Beauty”, με την εναρμόνιση σύμφωνων και διάφωνων διαστημάτων), αλλά και χάλκινα αερόφωνα, καθώς και toy όργανα (glockenspiel, μελόντικα κλπ.). Σε αυτά προστίθενται οι κιθάρες και τα τύμπανα, τα οποία να σημειωθεί πως έχουν εξαιρετική παραγωγή. Ιδιαίτερα η επιλογή του vintage ταμπούρου στα “Awake”, “The Real Elevator” και “Someday, Somewhere, Maybe Somebody” υπήρξε απολύτως επιτυχημένη, γιατί αποδίδει καλύτερα το τονισμένο ρυθμικό στοιχείο. Αντίθετα, στο “Generation X” θα περίμενα ένα περισσότερο στακάτο ταμπούρο, χωρίς «ουρά».

Ένα ακόμη δυνατό σημείο του Futrue είναι ο αντιστικτικός διάλογος μεταξύ βιολιών και βιολοντσέλων, ακόμη και σε τραγούδια που δεν έχουν κάποιον ιδιαίτερο μελωδικό χαρακτήρα (π.χ. στο εισαγωγικό “Awake”, όπου ο ρόλος τους είναι καθαρά ρυθμικός). Ταυτόχρονα, πάντως, τα συνθετικά μέρη των εγχόρδων είναι και από τα πιο αδύνατα σημεία του άλμπουμ: η υπερβολική επανάληψη μοτίβων με δέκατα έκτα κάνουν τα τραγούδια πολύ στατικά και δεν αφήνουν περιθώρια εξέλιξης της ρυθμικής και μελωδικής γραμμής τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το “Timeless Beauty”. Στιχουργικά, επίσης, ο Τίμος Βερέμης καλύπτει τον προβληματισμό της νέας γενιάς και την αμφισβήτηση της ιδεολογίας του σημερινού κόσμου, με αρκετή κριτική στο «σύστημα» που συνθλίβει τα όνειρα των νέων στον βωμό της παραγωγικότητας (“Generation X”, “(To The) Children Of Tomorrow”).

Το Futrue λαμβάνει έτσι τον χαρακτήρα μιας κραυγής από τη νέα μουσική γενιά της Ελλάδας, κραυγής επηρεασμένης από τη σύγχρονη πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα. Από αυτή την άποψη, αποτελεί ένα πλήρως σημερινό άλμπουμ. Ηχητικά, ωστόσο, ο χαρακτήρας αυτός καταλήγει να υπονομεύεται εκ των έσω, καθώς στο τελικό αποτέλεσμα επιδιώκεται να γεφυρωθούν οι μουσικές επιρροές του ίδιου του León, με τις ιδέες των δύο παραγωγών του –του Ottomo, ο οποίος έχει δουλέψει σε πληθώρα άλμπουμ νέων Ελλήνων δημιουργών τα τελευταία τρία χρόνια, και του Josh Clark, παραγωγού των Beirut. Και είναι εξ’ αιτίας αυτού του γεφυρώματος που τελικά προκύπτει ο León ως ο «τροβαδούρος με το γιουκαλίλι»...

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured