Πάνε πολλά χρόνια αφότου η Ελλάδα, ψευδώς προσδεδεμένη στο άρμα της Δύσης εις το όνομα μιας αρχαίας κληρονομιάς που μόνο αμηχανία φέρνει στους νυν κατόχους της, αντικατέστησε το Πάσχα – ως κολοφώνα της Ορθοδοξίας μα και των λαϊκών δοξαστικών εθίμων της άνοιξης – με την «πασχαλινή αγορά». Όπου είθισται/επιβάλλεται όχι μόνο να αγοράσεις οβελία και να παρακολουθήσεις με κατάνυξη(;) κανάν Επιτάφιο, άντε και την Κασσιανή (την Ανάσταση δεν τη συζητώ), αλλά να πας και ως το πλησιέστερο δισκοπωλείο αναζητώντας CD με ύμνους, τροπάρια και δοξαστικά. Όχι ότι καταλαβαίνεις τη μεταξύ τους διαφορά – για την ακρίβεια δεν καταλαβαίνεις την τύφλα σου, γι’ αυτό και πουλάνε οι ηδυπαθείς αοιδοί τρίτης κατηγορίας, αντί για όσους θα δικαιούνταν τούτο το μερίδιο αληθώς (κατά το αληθώς ανέστη). Ο Χρόνης Αηδονίδης μεταφέρει λοιπόν με το Άφραστον Θαύμα το πνεύμα μιας παλιότερης Ελλάδας. Την οποία δεν νοσταλγώ – προς αποφυγή παρεξήγησης – μα θεωρώ κατά πολύ εγγύτερα στην ουσία της θρησκευτικής μας μουσικής, εκείνης που μας κληροδότησε η εκχριστιανισμένη, ελληνόφωνη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Πάρτε έναν στίχο σαν το «κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν Σου» (από τη θεία λειτουργία των προηγιασμένων δώρων), κενό νοήματος για πολλούς άρα και πρόσφορο θύμα προς κατασπάραξη για τις ύαινες του θρησκευτικού τραγουδιού. Κι ακούστε την ταπεινότητα της προσέγγισης, αυτή τη νοερή γονυκλισία της φωνής του Αηδονίδη. Δεν πρόκειται για μεμονωμένο περιστατικό, μα για επαναλαμβανόμενο μοτίβο καθ’ όλη τη διάρκεια του άλμπουμ. Η πίκρα του “Σήμερον Κρεμάται Επί Ξύλου”, το “Εξέδυσάν Με”, ακόμα και ο λαϊκός θρήνος της Μεγάλης Παρασκευής “Σήμερα Μαύρος Ουρανός” που ο Αηδονίδης εντάσσει αρμονικότατα στο σύνολο (σε δική του διασκευή) λειτουργούν ως περαιτέρω πειστικά παραδείγματα. Ακόμα και αν, κατά τη γνώμη μου, δεν αγγίζονται σε κάθε περίσταση οι προ τριετίας κορυφές του άλμπουμ Επικράνθη.  Τον Χρόνη Αηδονίδη συντροφεύει ο πρωτοψάλτης, θεολόγος και καθηγητής βυζαντινής μουσικής Δημήτρης Βερύκιος, ο οποίος, αν και διατηρεί το πιο αναμενόμενο ψαλτικό στιλ, διακρίνεται σε όλες του σχεδόν τις συμμετοχές. Δίπλα τους, ως συμπρωταγωνίστρια του άλμπουμ, η μόνιμη εδώ και χρόνια συνεργάτιδα του Αηδονίδη, η Νεκταρία Καραντζή. Μια φωνή ικανή, που έχει ήδη περάσει κάμποσα δύσκολα τεστ στη δημοτική δισκογραφία κοντά στον Αηδονίδη, αλλά – άθελά της – φέρνει στο Άφραστον Θαύμα τη νεότερη του δασκάλου της Ελλάδα. Όχι βέβαια την αγοραία, του εκχυδαϊσμένου μικροαστισμού και της νεόπλουτης επαρχιώτικης γκλαμουριάς, μα εκείνη την Ελλάδα η οποία επιδιώκει με σεμνότητα και με σεβασμό να μην χάσει την επαφή με τις ρίζες της. Παρά όμως τις φιλότιμες προσπάθειες, έχει νομίζω χαθεί η διασύνδεση ακόμα και για την Ελλάδα της Καραντζή. Έτσι, στα σημεία που της ανήκουν, ο δίσκος θαμπώνει. Δεν το θεωρώ τυχαίο πως τραγουδάει με περισσότερη σιγουριά όταν στέκεται δίπλα στον Αηδονίδη (“Αλληλούια – Ιδού Ο Νυμφίος”, “Χριστός Ανέστη”) – χαρίζοντας σε μια ανδροκρατούμενη παράδοση την πολύτιμη αύρα μιας γυναικείας ματιάς. Αλλά, όταν μένει μονάχη της, πλέει στα άχραντα πελάγη της μεγαλοβδομαδιάτικης υμνολογίας με ένα έκδηλο δέος: η εκκλησιαστική παράδοση μοιάζει στο στόμα της ως πολύτιμο οικογενειακό κειμήλιο (“Τον Νυμφώνα Σου Βλέπω”, “Εγκώμια”, “Η Πόρνη Εν Κλαυθμώ”), από εκείνα που τα φυλάς προσεκτικά πίσω από τζαμαρίες ως διασυνδέσεις με τους προγόνους, αλλά φοβάσαι να τα χρησιμοποιήσεις στην καθημερινότητά σου, θεωρώντας τα πολύ εύθραυστα για να συμμετάσχουν στη ζωή του παρόντος. Δεν γράφω ως θρήσκος Ορθόδοξος τούτες τις γραμμές – να το θέσω ξεκάθαρα ώστε να διαλυθούν οι όποιες νεφέλες. Διατηρώ το πρώτο συνθετικό στην κατά Richard Dawkins αγνωστικιστική μου φενάκη, απεμπολώ το δεύτερο για λόγους που δεν είναι επί του παρόντος. Αλλά η εκκλησιαστική μουσική δεν εξαρτάται και δεν πρέπει να εξαρτάται από τις προσωπικές αναζητήσεις του μεταφυσικού, εντός ή εκτός οργανωμένων λατρειών. Αποτελεί έναν θησαυρό πολιτισμικό, ο οποίος έχει δυστυχώς κρεμαστεί επί ξύλου τα τελευταία χρόνια εξ’ αιτίας τόσο της εκπορνευόμενης από την πολιτεία εκπαίδευσης, όσο και μιας κοινωνίας η οποία έχει μάθει να υψώνει την ημιμάθεια σε περήφανο φλάμπουρο. Δίσκοι έτσι σαν το Άφραστον Θαύμα, θέτουν επί τάπητος το ζήτημα στις αληθινές του διαστάσεις, δίχως εκπτώσεις ή σκοπιμότητες: ακόμα και οι αδυναμίες τους αποδεικνύονται προϊόν ενός ειλικρινέστατου, σοβαρών προθέσεων, διαλόγου με τα βάθη των όσων έχουν συγκροτήσει αυτή τη χώρα. Ακόμα και αν περνάς όλη τη χρονιά στα μπαράκια της Αβραμιώτου, την Κυριακή του Πάσχα μετέχεις βλέπεις κι εσύ στα απομεινάρια ενός πολιτισμικού γίγνεσθαι που σου θυμίζει – ενοχλητικά ίσως – ότι δεν είσαι, τελικά, ούτε από τη Νέα Υόρκη, ούτε από το Λονδίνο, ούτε από το Βερολίνο… 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured