Αδιάκοπο μπίρι-μπίρι έχουν πιάσει εδώ οι κιθάρες, το μπάσο και τα τύμπανα με τρομπέτες, σαξόφωνα, κύμβαλα και αυτοσχέδια κρουστά. Θέμα συζήτησης το funk και το rock, η «μαύρη» κληρονομιά και η λευκή διάθλασή της, καθώς και η «εναλλακτική» οπτική – τη βάζω σε εισαγωγικά, αλλά δεν υπονοώ ότι ρέπει προς το μοδάτο και το ψευτο-: τη σηματοδοτεί μεν ο αγγλόφωνος στίχος, την απομακρύνει δε από τα κάθε λογής ψωνισμένα καμώματα το παρεΐστικο κλίμα που διέπει τον δίσκο. Γιατί περισσότερο παρέα είναι οι Biri Biri από την Κρήτη, παρά συγκρότημα με τη «σφιχτή» έννοια. Και ως παρέα παίζουν και διασκεδάζουν στο ομώνυμο ντεμπούτο τους, παρέα όμως η οποία δεν αρέσκεται στον χαβαλέ, μα αντιμετωπίζει με σοβαρότητα τη μουσική δημιουργία, είτε μιλάμε για τη συνθετική διαδικασία, είτε για την παραγωγή, είτε, τέλος, για το γούστο στο artwork. Ως κυριότερο ατού των Biri Biri αναδεικνύεται η κλάση τους ως μουσικών. Τα παιξίματα μα και οι ενορχηστρώσεις διαθέτουν εκείνο το μίγμα επαγγελματικής δεξιοτεχνίας και συναισθηματικής εμπλοκής, το οποίο φανερώνει εμπειρία και τη δέουσα τριβή με το αντικείμενο. Αν πιάνω σωστά τον τονισμό και την ορθογραφία (καθότι τα ονόματα και όλες γενικά οι πληροφορίες γράφονται κι αυτές στα Αγγλικά – αυτό δυστυχώς είναι τρέντι), θα επαινέσω ιδιαίτερα το μπάσο του Γιώργου Διαπούλη και το τενόρο σαξόφωνο του Γιώργου Τσότση, ενώ μου άρεσε και ο τραγουδιστής της μπάντας Μιχαήλ-Παύλος Μιχαήλος. Αν και μπορεί θεωρώ να βελτιώσει κάποια σημεία της ερμηνευτικής του προσέγγισης, τραγούδησε πολύ ταιριαστά, με μέτρο το κλίμα των συνθέσεων και το ζητούμενό τους (π.χ. “Doze 8”). Το “Killing Me Woman” ορίζεται ως βάση συλλογικής απογείωσης, το “Breaking Stones” σε μπάζει άμεσα στο κλίμα της παρέας, το “Walslante” επιδεικνύει έναν αναπάντεχο μα επιτυχημένο θεατρικό χαρακτήρα – πρόκειται νομίζω για τις τρεις καλύτερες στιγμές. Σε άλλα βέβαια σημεία δημιουργούνται κοιλιές (π.χ. “Tsu Tsunation”, “Wake Up”, “Wrong Way”), αλλά δεν θα ήθελα να γκρινιάξω πολύ γι’ αυτές. Πρώτος δίσκος είναι και, πώς να το κάνουμε, κάθε σοβαρό μπίρι-μπίρι έχει και τις φλύαρες στιγμές του...  Θα ήθελα όμως, εν αντιθέσει, να σταθώ παραπάνω στο κατά τη γνώμη μου μεγαλύτερο μειονέκτημα του ντεμπούτο των Biri Biri: σε κανένα σημείο δεν ένιωσα να το απασχολεί η συνεισφορά στον προσδιοριστικό ηχητικό ορίζοντα, το «πείραγμα» της μαυρόλευκης παρακαταθήκης, το να ξεφύγει ένα, δύο, όσα μπορεί τέλος πάντων μέτρα παραπέρα από τα δεδομένα – του funk rock ας πούμε, καθώς αυτό αποτελεί (με κάποια κράματα) την υφολογική βάση της δουλειάς. Αρκείται στη γκρούβα, στο στακάτο παίξιμο, στο feel-good κλίμα. Απέναντι στα διεθνή πρότυπά τους, οι Biri Biri στέκονται μεν με το κεφάλι ψηλά ως μουσικοί, αλλά ετερόφωτα ως δημιουργοί. Αναφέρονται, αλλά δεν συνεισφέρουν. Αφομοιώνουν, αλλά δεν προτείνουν. Σε κάνουν να σπάσεις τη μέση και να κουνήσεις τα πόδια, όπως θα έκανε μια καλή live μπάντα, δεν σε πείθουν όμως να ξαναγυρίσεις σε συγκεκριμένες συνθέσεις και να πατήσεις το ρημάδι το repeat. Ιδού η Ρόδος, ιδού και το άλμα του περίφημου ρητού, εφόσον δηλαδή οι Biri Biri δεν επιθυμούν να περιοριστούν μονάχα στην κατάκτηση των εγχώριων κλαμπ ή/και μουσικών σκηνών.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured