Πάντα πονεμένη ιστορία τo rock στην Ελλάδα. Και παρά τις – λίγες – κατακτημένες κορυφές, έτσι συνεχίζει να είναι και σήμερα. Σε σημαντικό βαθμό έχει δηλαδή επικρατήσει μια αρεστή στα ραδιόφωνα και στο λεγόμενο «mainstream» κακή διάθλαση της ξένης εμπειρίας, για την οποία αρχετυπικώς υπεύθυνες μάλλον στέκουν οι μετά-Διαίρεση δουλειές του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, όπως βέβαια και ένα πλήθος συγκροτημάτων κατά τη δεκαετία του 1990. Δεν διαλέγω τον Παπακωνσταντίνου για να τον δαχτυλοϋποδείξω, αλλά γιατί κάποιοι δίσκοι του έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στα όσα άκουσα να διαδραματίζονται στο Karma (όπου μάλιστα συμμετέχει), πρώτο άλμπουμ των Αθηναίων Κάρμα – μιας παρέας διαρθρωμένης γύρω από την τραγουδίστρια & κιμπορντίστρια Άννα Μανωλαράκη.  Η επικράτηση της παραπάνω αισθητικής και το μέγεθος προβολής της είναι λογικό να επηρεάζει και τους νέους δημιουργούς, αρκετοί από τους οποίους αναπόφευκτα την ανακυκλώνουν όταν τελικά φτάσουν στο στάδιο της επίσημης δισκογραφίας – ό,τι πια και αν σημαίνει κάτι τέτοιο. Κάτι τέτοιο κρίνω ότι έχει συμβεί και με τους Κάρμα, με αποτέλεσμα να μην έχει πια (τόση) σημασία αν πίσω τους υπάρχει μια διαδρομή δέκα χρόνων, μια καριέρα χτισμένη συναυλία-συναυλία, καλά παιξίματα, δέσιμο των μελών, δουλειά, όπως και ένας ευδιάκριτος ενθουσιασμός για ό,τι κάνουν. Περισσότερη, αντιθέτως, σημασία αποκτά το γεγονός πως κανείς από το σεξτέτο και κανείς από τους ανθρώπους γύρω τους δεν βρέθηκε να πει ένα «μισό λεπτό ρε παιδιά» όταν προέκυψαν οι συγκεκριμένες μελωδίες και οι συγκεκριμένοι στίχοι. Προσωπικά δεν μπορώ να δω κανέναν δρόμο ν’ ανοίγει μουσικά για μια μπάντα η οποία πότε αναφέρεται στο σκληρό rock παρελθόν των 1970s, πότε σε 1980s επιρροές (“Μια Ελπίδα”, με κάτι από U2), πότε ανακυκλώνει το φαντεζί πάθος και τις άκρως συντηρητικές απολήξεις σε επίπεδο παραγωγής που διακρίνουν τις δουλειές του Βασίλη Παπακωνσταντίνου και πότε επιδιώκει έναν κακόηχο μοντερνισμό βασισμένο σε πλήκτρα και άστοχα εμβόλιμα (ανδρικά) φωνητικά, καταλήγοντας έτσι να μοιάζει επικίνδυνα με Evanescence (“Οι Νύχτες Που Εκδικούνται”). Πρόκειται για έναν κόσμο που δεν προδίδει κανέναν σε βάθος διάλογο με την υπόθεση rock, η οποία δείχνει να γίνεται αντιληπτή μονάχα ως μια φόρμα λίγο-πολύ παγιωμένη στον χρόνο, με αποτέλεσμα μια έντονη αναφορά σε ποικίλα πρότυπα, μα δίχως προσωπικό στοιχείο.  Ο κόσμος του δίσκου Karma προκύπτει λοιπόν προβληματικός πριν γίνει η οποιαδήποτε αναφορά σε στίχους. Όταν δε προσθέτονται τα λευκά κοράκια με τα ξύλινα λόγια, οι χυμένοι στις...φλέβες αστικοί μύθοι, οι φαιδροί βαλέδες της πόλης της Αστάρτης, οι χίμαιρες του γητευτή, οι γκρίζες μοναξιές και οι θεοί με, χμ, νευρική ανορεξία, συνειδητοποιείς ότι – ασχέτως με το ποιες ίσως ήταν οι προθέσεις – οι Κάρμα έχουν μπερδέψει πολύ τη διαφυγή από την πεπατημένη και την επιθυμία τους για αξιοποίηση της ελληνικής γλώσσας με μια άγουρη γραφή, η οποία προσπαθεί ίσως να εκφράσει κάτι το διαφορετικό, το κάνει όμως άτσαλα και κακότεχνα. Δεν αρκεί ύστερα αν τα παιξίματα είναι, όπως είπα και πιο πάνω, καλά ή αν καλή ακούγεται και η φωνή της Άννας Μανωλαράκου – η οποία πάντως πρέπει να δουλέψει περισσότερο ως προς την εκφραστικότητα των φωνηέντων της, καθώς συχνά προκύπτει κάπως «τυποποιημένη». Περίεργοι καιροί, ογκώδης η δισκογραφική παραγωγή και ένα νέο συγκρότημα όπως οι Κάρμα δεν έχει, νομίζω, περιθώριο παρεξηγήσεων αναφορικά με το στίγμα του. Το τι υπηρετείς, πώς και γιατί είχε πάντα σημασία, πόσο μάλλον σήμερα, στο χάος της πληροφορίας. Και προσωπικά αδυνατώ να συμμεριστώ το γιατί μπορεί να χρειαζόμαστε αυτό το είδος rock, που ακούω στον εν λόγω δίσκο.  

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured