Το αν είναι συγκλονιστική ή όχι η φωνή του Γιάννη Πάριου δεν υπάρχει άνθρωπος στην ελληνική επικράτεια που μπορεί να το αντικρούσει με σοβαρά επιχειρήματα, τα οποία να ξεφεύγουν από εμμονοβλαβή υποκειμενικά κριτήρια. Την ίδια όμως στιγμή προσωπικά με στεναχωρεί κάθε φορά που ο Γιάννης Πάριος χάνει την ευκαιρία του να κάνει ένα συγκλονιστικό comeback. Εδώ και χρόνια, οι δίσκοι του, αν και φτιαγμένοι με εμφανές κέφι από μεριάς του, αρνούνται να τον εντάξουν σε ένα πλαίσιο εποχής που εν τέλει να αναδεικνύει τη στόφα της φωνής του. Στον καινούργιο του δίσκο ο Γιάννης Πάριος, ενώ έχει στη διάθεσή του τουλάχιστον 3 πραγματικά δυνατές συνθέσεις, χάνει τον πόλεμο του studio. Και όχι επειδή οι μουσικοί του δεν παίζουν καλά. Αλλά ακριβώς επειδή παίζουν πολύ, μα πάρα πολύ. Η λέξη ενορχήστρωση έχει απλώς εφαρμογή σε επίπεδο «πρώτα μπαίνουν τα πλήκτρα και μετά σιγά-σιγά όλα τα όργανα κορυφώνονται στο ρεφρέν». Ας μου εξηγήσει ένας σώφρων άνθρωπος τι χρειάζεται τις ηλεκτρικές κιθάρες με παραμόρφωση ο Γιάννης Πάριος. Για να δείξει μοντέρνος; Επειδή έτσι κάνουν όλοι; Επειδή ο ήχος της κιθάρας αφήνεται στο να τον καθορίσει ο κιθαρίστας – που, συνήθως, είναι ένας session μουσικός με απωθημένα ελληνικού hard rock/metal; Αλλιώς, ποιος ο λόγος για τον οποίο ένα ωραίο τραγούδι με καλή μελωδία στη φωνή και τραγουδισμένο με ψυχή, όπως αυτό που ανοίγει το δίσκο με τίτλο “Το Πουλάω Το Σπίτι”, αφήνεται σε μία γραμμικότητα ενορχηστρωτική, που απλά παιανίζει με στόμφο πίσω από τη φωνή του Πάριου στο ρεφρέν, έχοντας και μια ηλεκτρική κιθάρα για να βομβίζει - για ποιον ακριβώς λόγο; Επειδή δεν είναι ελαφρολαϊκό τραγούδι;. Το συγκεκριμένο τραγούδι θα μπορούσε κάλλιστα να έχει μία αφαιρετικότητα στη χρήση των οργάνων και να εκμεταλλευτεί περισσότερο τις καλές κόντρες του Άλκη Μυρσιλή στα drums. Ο οποίος - και ενώ υποστηρίζει άψογα το άλλο καλό τραγούδι του δίσκου, το (up tempo) “Αλλού Η Θάλασσα Κι Αλλού Το Πλοίο” - ακούει μία μπερδεμένη α-λα-Καρβέλας νησιώτικη ενορχήστρωση να τον περιβάλλει στην αρχή, με τα πράγματα να γίνονται ακόμα πιο νεφελώδη μετέπειτα. Πιο τρανταχτό παράδειγμα δεν υπάρχει από τα ρυθμικά παλαμάκια που, για να παραπέμψουν σε γλέντι, «παίζουν» πάνω στη μπότα των drums εκεί όπου θα μπορούσαν να υποστηρίξουν τα γεμάτα μπρίο φωνητικά του Πάριου και του ειδικά προσκεκλημένου του για το τραγούδι Λάκη Λαζόπουλου, ώστε να δώσουν μια σπανιολική ή soulfoul προσέγγιση. Προτιμήθηκε, αντιθέτως, να χαϊδέψουν τα αυτιά γραμματέων σε εφορίες (χάθηκε μια ευκαιρία προσέγγισης με νεανικό κοινό και ένας θαυμάσιος τηλεοπτικός πολιορκητικός κριός).   Το τρίτο τραγούδι του δίσκου που ξεχωρίζει ως σύνθεση είναι αυτό το οποίο κλείνει τον δίσκο, το “Ψέμα”. Όπου οι στίχοι του Χρήστου Κρετσόβαλη, ενώ αποδίδονται με συναίσθηση του αισθήματος που περικλείουν (με κορυφαίο στίχο το «ό,τι γιατρεύει μια πληγή δεν είναι ψέμα») όπου και ο Πάριος καταφέρνει μια εσωτερική ερμηνεία από αυτές που του αρέσουν και του ίδιου όταν πρόκειται για αργόσυρτες συνθέσεις. Και πάλι, όμως, η ενορχήστρωση προδίδει τον ερμηνευτή και τα (καλοδεχούμενα, όταν χρησιμοποιούνται σωστά) δάνεια από Χατζιδάκη και Σπανό δεν αξιοποιούνται κατάλληλα και απλώς χρησιμοποιούνται ως χαλί. Για το τελευταίο πάντως πρέπει να «κατηγορήσουμε» την πάγια τακτική των Ελλήνων τραγουδιστών να ανεβάζουν τη φωνή τους δυο σκαλιά πιο πάνω από τα «κανονικό» σε σχέση με τη μπάντα πίσω τους, λες και αλλιώς δεν θα αναδειχθεί η αξία τους… Συνολικά, το Που Πάμε Μετά είναι ένας δίσκος ο οποίος ναι μεν στέκει αξιοπρεπώς στη δισκογραφία του Γιάννη Πάριου και περιέχει πραγματικά καλές στιγμές του, από την άλλη, όμως, ατυχεί μέσα στην προσπάθειά του να τα κάνει όλα εύκολα για τον θαυμάσιο Έλληνα τραγουδιστή… Προσωπικά θα περιμένω αυτό το comeback που ανέφερα στο ξεκίνημα. Ο Γιάννης Πάριος και το αξίζει και την (απίστευτη) ευκολία έχει να το καταφέρει.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured