Για κάποιους λιγότερο, για κάποιους περισσότερο, η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αποτέλεσμα των συνεπειών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είναι ένας σταθερός όσο και πάντα επίκαιρος οδικός χάρτης. Πάνω σ' αυτήν πάτησε ο (πλέον) σταρ του μεταμινιμαλισμού Max Richter για να δημιουργήσει ένα κλασικό έργο σύγχρονης κοπής, το οποίο αντανακλά για άλλη μια φορά τις συναισθηματικές, πνευματικές και ιστορικές/κοινωνικές του ανησυχίες. Πράγματα τα οποία αντιληφθήκαμε από την εμφάνισή του: άλλοτε στις ανθρωπιστικές συντεταγμένες τους (στο αξεπέραστο ντεμπούτο του, Memoryhouse), άλλοτε στα αντιπολεμικά κηρύγματά του.
Εδώ καταπιάνεται με τις βασικές ελευθερίες, βασικά δικαιώματα που ακόμα δυστυχώς παραμένουν σε πολλές γωνιές του κόσμου μη δεδομένα. Κάποιοι θα το τραβήξουν από τα μαλλιά, στεκόμενοι σε δικαιώματα όπως η ελευθερία της συνάθροισης, κάποιοι θα σταθούν στις ταραχώδεις εποχές που ζούμε, αλλά δεν πρόκειται για μια ανάγκη εκ της επικαιρότητας. Ίσα-ίσα, δέκα χρόνια του πήρε για να ολοκληρώσει αυτή την ιδέα. Δέκα χρόνια στα οποία οι αφορμές κρατούσαν ζεστή αυτή την ανάγκη, με τελευταία το Black Lives Matter. Για τις ανάγκες του Voices, λοιπόν, συγκέντρωσε αφηγήσεις από όλο τον κόσμο, ένα διεθνές σύνολο φωνών όλων των ηλικιών και γλωσσών που διαβάζει αποσπάσματα από τη Διακήρυξη σε πάνω από 70 γλώσσες, με βασική αφηγήτρια την ηθοποιό Kiki Layne. Είναι, όμως, τέτοια η δύναμη της μουσικής που έχει δημιουργήσει, που από κάποια στιγμή και μετά εκείνη μεταφέρει το μήνυμα, μετατρέποντας άθελά της την ίδια την αφήγηση σε φλυαρία.
Ο Max Richter δημιούργησε ένα υποβλητικό έργο με έντονο το διαλογιστικό στοιχείο κι αυτό τον συνδυασμό κλασικού και σύγχρονου με σαφείς ambient ευαισθησίες, που ακόμα και στα δραματικά, σχεδόν επικά του μέρη, προσφέρει απλόχερα -άλλοτε και με μεγαλοπρέπεια- το αίσθημα της ελπίδας, της ηρεμίας, της αισιοδοξίας. Το πιάνο είναι εδώ το κέντρο, αλλά υπάρχουν εκπληκτικά ορχηστρικά μέρη ή και ambient περάσματα με μια σειρά από φυσικούς θορύβους, όλα αυτά όμως είναι πολύ πιο μεστά από όσο θα περιμέναμε από τον ίδιο. Αν και κάποια στιγμή όλα τα ανωτέρω αλέθονται μαζί, η εναλλαγή της μινιμαλιστικής αρμονικής λογικής με τα πλούσια ορχηστρικά μέρη είναι αυτή που ενισχύει την απόλαυση του δίσκου.
Η καινοτομία του Voices, πάντως, βρίσκεται σε αυτό που εκείνος ονόμασε «ανάποδη» ορχήστρα, με πολύ μεγαλύτερη αναλογία κοντραμπάσων και τσέλων, εις βάρος των (συνήθως πιο πολυάριθμων) βιολιών και βιόλων. Το ορχηστρικό σκηνικό από 12 κοντραμπάσα, 24 τσέλα, 6 βιόλες, 8 βιολιά και μια άρπα ενώθηκε με μια αιθέρια χορωδία που απογειώνει τα διαλογιστικά μέρη. Στην κορύφωσή της, στα τέσσερα μέρη του "Chorale", γίνεται αφοπλιστικά χειμαρρώδης και ξεφεύγει από τις σταθερές συναισθηματικές συντεταγμένες που μέχρι τότε διαχειρίζεται με σχετική εγκράτεια, χωρίς να φτάνει ούτε μία στιγμή σε δυστοπικές ευκολίες ή μελοδραματισμούς (αν εξαιρέσει κανείς το υπέροχα σπαρακτικό "Mercy").
Χωρίς να υποτιμούμε το σύνολο του έργου, όπως το συνέλαβε ο ίδιος, θα είμαστε ειλικρινείς: μετά από κάποιες ακροάσεις, είναι η "voiceless" εκδοχή των κομματιών αυτή που επιθυμείς να ακούς ξανά και ξανά. Αυτά που σου αφήνουν χώρο, τεράστιο χώρο (και όχι από αυτόν μιας new age μουσικής συγκεκριμένου σκοπού ή κάποιου neoclassical background που και ο ίδιος έχει αγκαλιάσει εκούσια στο παρελθόν), αλλά κρατούν και μια ομορφιά σχεδόν αυτοφυή. Όσο για τον χώρο, δεν είναι από εκείνους που αρκούνται στο να σε κάνουν να αφουγκραστείς ή να αφομοιώσεις το μήνυμα. Σε σπρώχνει να το μετουσιώσεις ο ίδιος σε πράξη μέσω της αλλαγής, της έκφρασης, της δημιουργίας, της πράξης. Και όλα τα τελευταία βρήκαν πρόσφορο έδαφος κατά τη διάρκεια αυτών των ακροάσεων.