Αν ο Conor Oberst ήταν ηθοποιός, θα ήταν από αυτούς που θα επέλεγαν σε όλη τους την καριέρα να παίζουν σε μικρής εμβέλειας indie films με crossover δυνητική, ακόμη και αν είχαν όλα τα φόντα να παίξουν σε μεγαλύτερες παραγωγές και να βγάλουν καλά χρήματα. Κάπως έτσι μοιάζει και η πραγματική του, μουσική καριέρα: ξεκίνησε ως ένα παδί-θαύμα των μεσοδυτικών Πολιτειών κουρδίζοντας τις συναισθηματικές χορδές ευαίσθητων αγοριών στις αρχές της χιλιετίας μέσα από τις folkish indie συνθέσεις του, τους μελαγχολικούς στίχους και την ένρινη φωνή του. Φτάνοντας στο 2020, κάνει πάνω-κάτω τα ίδια χωρίς υψηλότερες βλέψεις, για μία γενιά που μεγαλώνει χωρίς να το καταλάβει και ψάχνει ορισμένες σταθερές της εφηβείας της για να νιώσει ασφάλεια σε έναν κόσμο που συνεχώς αλλάζει. “All that’s constant is that change”, τραγουδάει και ο αμερικανός συνθέτης κανακεύοντάς την, στο δέκατο δίσκο του πιο δημοφιλούς του project, τους Bright Eyes, οι οποίοι συνεχίζουν τις υπαρξιακές τους αναζητήσεις με μία νέα σοφία που φέρνει η ηλικία. Μπορεί, κάπως αναπόφευκτα, να βρίσκουν το ηχητικό τους αποκούμπι στη νοσταλγία, γράφοντας ένα άλμπουμ που λειτουργεί ως ένα άθροισμα όλων όσων έχουν προσφέρει στο αμερικάνικο indie αφήγημα όλα αυτά τα χρόνια. Αλλά ο Oberst έχει έναν τρόπο να μπλέκει το προσωπικό βίωμα με τη συλλογική εμπειρία. Έτσι, τα τραγούδια του δεν ακούγονται ποτέ αναχρονιστικά ή ξεπερασμένα. Αντίθετα, μέσα από τις εξιστορήσεις του τρυπώνει βαθύτερα σε ένα συλλογικό ασυνείδητο: σε αυτό χωράει ο θάνατος του αδελφού του (“Til-A-Whirl”), οι γλυκόπικρες αναμνήσεις από τη χωρισμένη γυναίκα του (“Hot Car In The Sun”) μέχρι και τα εφιαλτικά σκηνικά στο Bataclan, στο πιο σπουδαίο τραγούδι του άλμπουμ, το ““To Death’s Heart (In Three Parts)”. Επίσης, το άλμπουμ είναι γεμάτο από χορωδίες γραμμένες για μεγάλα στάδια (“Marianna Trench”), αλλά και αθόρυβα synth pop διαμαντάκια με κολλητικές μελωδίες (“Pan and Boom”). Ναι, μπορεί να κατηγορήσει κανείς τον Oberst πως έγραψε ένα δίσκο που θα μπορούσε με ένα πρώτο άκουσμα να ακούγεται «ότι θα έβγαζε νόημα» πριν από μία δεκαετία και βάλε. Το κλειδί όμως βρίσκεται αλλού: στο Down in the Weeds, Where The World Once Was περνάει μπροστά από τα μάτια του ακροατή η ουσία της indie ιστορίας σαν μία ταινία viewmaster θαμμένη κάπου στο μπαούλο του καλοκαιρινού εξοχικού. Αυτή δεν είναι κενή νοσταλγία, είναι ο τρόπος που οι αναμνήσεις μάς ορίζουν. Η ορχηστρική και λυρική πανδαισία του “Stairwell Song” είναι η πεμπτουσία αυτής της βαθιάς ανθρώπινης συνθήκης, την οποία ο Oberst έχει κυριεύσει.
Άκου κι αυτό: Elliot Smith - Figure 8 (2000), Shearwater - Rook (2008), Okkervil River - Away (2016)