Είχα πάντα την ισχυρή πεποίθηση πως, όταν ένας δίσκος/κομμάτι/υλικό έχει μείνει ακυκλοφόρητο για χρόνια, υπάρχει λόγος που αυτό συνέβη. Πόσω δε μάλλον, όταν αυτό το υλικό έχει μείνει στο χρονοντούλαπο για δεκαετίες. Το Homegrown, ο «χαμένος» δίσκος του Neil Young που ηχογραφήθηκε το 1974 και κυκλοφόρησε αισίως πριν λίγες μέρες και το 2020, δύσκολα θα αποτελέσει την εξαίρεση, πάντως εύκολα θα επιβεβαιώσει τον κανόνα.
Σε μια τέτοια κυκλοφορία, το περιτύλιγμα του μύθου είναι αναπόφευκτο. Αυτή η αίσθηση ότι γίνεσαι κοινωνός μιας στιγμής που κάπου χάθηκε στο χρόνο. Γιατί, καλή ώρα, δύσκολα θα μείνει κανείς απόλυτα ασυγκίνητος στην ιδέα του να ακούσει όσα ηχογράφησε ο Young ανάμεσα στο On The Beach και το Tonight’s The Night ή αλλιώς, το δίσκο που μια μέρα έπαιξε στους φίλους του στο Chateau Marmont, όντας διχασμένος αν πρέπει να κυκλοφορήσει τότε αυτόν ή το Tonight’s The Night -όπως και (ορθώς) έγινε.
Υπό αυτό το πρίσμα, καταλαβαίνει κανείς εύκολα πως το Homegrown αποτελεί δίσκο-ανάμνηση, από αυτές που το χαρτί τους κιτρινίζει στο χρόνο. Στα 12 κομμάτια του δίσκου, ο Neil Young επιστρέφει με συνέπεια στις country ρίζες του, στο μεγαλύτερο μέρος του δίσκου, στρεφόμενος συνεχώς εντός. Η αίσθηση του ενδόμυχου είναι εμφατικά παρούσα, αλλά, τελικά, είναι και αυτή που θα ενισχύσει την άμυνα και θα αποδυναμώσει την επίθεση. Γιατί αν το εναρκτήριο “Seperate Ways”, δημιουργεί ελπιδοφόρες α λα After The Gold Rush παβλόφιες αντιδράσεις, κομμάτια σαν την απογυμνωμένη πιανιστική μπαλάντα “Mexico” ή το σχεδόν σαν να μας ψιθυρίζει κάποιο μυστικό τραγούδι του στο “Kansas” δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν πολλά πέρα από έναν τίμιο b-side ρόλο.
Το Homegrown είναι εμφανώς μια κυκλοφορία που προσδοκά να μας κάνει να νιώσουμε ότι «είμαστε εκεί». Αυτό, όμως, που θέλει να πλασαριστεί ως αυθορμητισμός (όπως, για παράδειγμα, οι χύμα κακοηχογραφημένες ομιλίες στο “Florida”), συχνά καταλήγει να γέρνει προς την πλευρά μιας χωρίς ένταση προχειρότητας. Δημιουργείται αρκετές φορές η εντύπωση ότι ο εξαιρετικά πολυγραφότατος Neil Young των 70s θα μπορούσε να έχει γράψει και παίξει αυτά τα κομμάτια όσο μαγείρευε ή έστριβε το επόμενο τσιγαριλίκι του. Όταν, από την άλλη τα γκάζια ανεβαίνουν, αυτό κάποιες φορές γίνεται με παρεΐστικη διάθεση (όπως στο blues λίκνισμα του “We Don’t Smoke It No More”), άλλες, πάλι, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίζεται επαρκώς (“Vacancy”), όμως, οπωσδήποτε, λείπει μια κάποια κορύφωση.
Δεν είναι πως πρόκειται για κακά κομμάτια. Είναι τραγούδια που θα στεκόντουσαν αξιοπρεπέστατα ξεχωριστά σε κάποιον δίσκο του Neil Young, όμως, σαν ενιαία δουλειά και δεδομένων των συγκρίσεων που αναπόφευκτα γίνονται όσον αφορά τη συγκεκριμένη δεκαετία, στέκονται απλά, ως μια ιστορική αποτύπωση. Ως άλλος ένας δίσκος «χαμένου» υλικού που θα κάνει το buzz γεροντολαγνίας του και θα ξαναχαθεί εκεί από όπου ήρθε: στο χρόνο.
Κι ας γίνονται οι όποιες προσπάθειες υποτυπώδους κονσεπτικής διαδοχής (τραγούδια για πόλεις της Αμερικής, τραγούδια για καταχρήσεις, τοποθετημένα διόλου τυχαία στη σειρά που είναι). Κι ας θέλει το εξώφυλλο να μας πάει σε εικόνες μιας βαθιάς, «αυθεντικής» Αμερικής του προηγούμενου αιώνα. Άλλωστε, το πολύ δυνατό και επίσης αρχειακό Hitchhiker που ακούσαμε το 2017, αποδεικνύει περίτρανα πως ο Καναδός μπορούσε και καλύτερα.
Τελικά, το Homegrown μοιάζει περισσότερο σαν να διαβάζεις το κεφάλαιο ενός βιβλίου, στο οποίο απλά υπογραμμίζονται συντηρητικά τα χαρακτηριστικά του δημιουργού του. Αλλά, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, υπάρχουν οι επιμελητές.