Η επικοινωνία του Justin Vernon με το ακροατήριό του χτίζεται σταδιακά, σαν τη δειλή εξέλιξη μιας σχέσης που υψώνεται σε επισφαλή θεμέλια. Το Bon Iver ντεμπούτο For Emma, Forever Ago (2008) ήταν το υπόκωφο ψέλλισμα ενός λαβωμένου ζώου, που μίλησε απευθείας στις πιο βασικές μας, ενωτικές εμπειρίες –αυτές του έρωτα και της απογοήτευσης. Παίρνοντας συνειδητά απόσταση κι έχοντας πια γλείψει τις πληγές του, ο Vernon πέρασε κατόπιν στο Bon Iver (2011), φέρνοντας στο μείγμα έναν ενορχηστρωτικό πλούτο που φανέρωσε τις πρώτες σκέψεις μιας μουσικής ιδιοφυΐας: χωρίς οι συνθέσεις του να χάσουν ούτε ψήγμα από την κοινωνικότητά τους, εισήγαγε μία χλιδανή στρώση από όργανα, τοποθετημένα έτσι, ώστε να κοροϊδεύουν σχεδόν τα αυτιά του κοινού, ακονίζοντας το αισθητήριό τους σχεδόν υποσυνείδητα.
Αλλά εκεί ακριβώς ήταν που ο τραγουδοποιός από το Wisconsin έκανε ένα βήμα πίσω. Ύψωσε λοιπόν τείχη και κρύφτηκε στον αδυσώπητο, μινιμαλιστικό πειραματισμό του 22, A Million (2016)· σκόνταψε όμως κάπως άτσαλα στο πισωπάτημά του, ξεγυμνώνοντας τα δόντια του μέσα από περίπλοκα, αφιλόξενα τραγούδια. Στο φετινό i,i, από την άλλη, έρχεται να αποδείξει την καλλιτεχνική του ωριμότητα, απαιτώντας πλέον από όσους τον ακολουθούν να έρθουν με σηκωμένα μανίκια, ανοιχτά αυτιά και διάθεση για δουλειά.
Έχοντας κακοποιηθεί από φρικαλέα Καυκάσιους συνεντευξιαστές, ο Vernon κόντεψε να καταλήξει ιδεαλιστική μετενσάρκωση του λευκού Αμερικάνου· ενός σκουφοφόρου κυνηγού, ενδημικού στις καλύβες του Wisconsin, ο οποίος χωρίζει τον χρόνο του μεταξύ γδαρσίματος τομαριών, με το ειλικρινές τραγούδισμά του να αφήνει παγωμένα χνώτα μέσα στα χιονισμένα δάση και θραύσματα από τη διαλυμένη του καρδιά. Όμως ο Vernon δεν είναι το υγρό όνειρο ενός Γιάνκη redneck, αλλά μία πολύπλοκη προσωπικότητα, με εξαιρετικό αυτί για νέους ήχους και με τρομερά καλοακονισμένη αισθητική.
Ως τέτοια, έχει αφήσει τις συνεργασίες με μαύρους καλλιτέχνες να μπολιάσουν τη μουσική του με γκόσπελ στοιχεία και χιπ χοπ ανάφορα, εμπλουτίζοντας το indie folk αποτέλεσμα με ζωοδόχα ενέργεια. Παράλληλα, περνάει τις τελευταίες του συνεντεύξεις εξηγώντας πώς έχει επηρεάσει τη δημιουργική του διαδικασία η χρήση LSD και Ν,Ν-διμεθυλοτρυπταμίνης (το κατά κόσμον Αγιαχουάσκα, το ίδιο που οδήγησε το 1996 την Tori Amos στην αριστουργηματική τελετουργία του Boys For Pele ή τον Paul Simon στα οργανικά του παραμύθια). Πρόκειται για μια αγάπη που έχει περάσει με κάποιον τρόπο στα εμμονικά, κυκλικά θέματα των συνθέσεων του i,i, αλλά και στα απλωμένα, αφαιρετικά του μονοπάτια.
Το άλμπουμ ανοίγει με το "Yi": μία κατακερματισμένη, προ πενταετίας ηχογράφηση από το κινητό του Vernon, με στρώσεις επεξεργασίας και αποδόμησης· μέσα σε μόλις 31 δευτερόλεπτα, περιφέρει κοροϊδευτικά την πολυπαιγμένη συνθήκη ενός ρεαλιστικού πρελούδιου και συντονίζει το αυτί μας στο δύσκολο άκουσμα που έπεται.
O δίσκος χτίζει κατόπιν ένα μεγαλειώδες κρεσέντο, για να καταλήξει στο αριστοτεχνικώς διακριτικό “Hey, Ma”. Οι συνειρμικοί στίχοι σερβίρονται παράδοξα καθαρά σε σύγκριση με τον περιβάλλοντα ήχο, φέρνοντας τα συναισθήματα του Vernon σε πρώτο πλάνο. To "U (Man Like)" βρίσκει τη φαρέτρα του φορτωμένη με τα ταλέντα των Bryce Dessner (The National), Moses Sumney, Jenn Wassner, αλλά και του θρύλου Bruce Hornsby. Οι δε στίχοι δανείζονται τη Μαύρη Φρεγάτα από την κατά Simone ανάγνωση της Τζένης των Πειρατών –αυτού του ύμνου στη Μαύρη Απελευθέρωση– μεταφέροντάς μας στην ταραχώδη ζωή της σύγχρονης Αμερικής. Το “Naeem”, πάλι, περπατάει πάνω σε εμβατηριακά κρουστά, με τη σπαραχτική ερμηνεία να σέρνει σε ένα Βεεμώθ κύμα το κίνημα Occupy, τον αμερικανικό επεκτατισμό και την ταξική πάλη· εδώ, οι μυστηριώδεις στίχοι επισφραγίζονται από τις κραυγές του Vernon.
Οι ρυθμικές δομές του i,i αποδεικνύονται νωχελικώς μινιμαλιστικές. Απλώνονται στον χώρο, αγκαλιάζουν τα παραμορφωμένα φωνητικά, πετούν τους φορτισμένους στίχους στον αέρα και κρατούν ένα νεφελώδες χάος από κομματιασμένες, γριφοειδείς και ερμαφρόδιτες προτάσεις, οι οποίες κοχλάζουν κάτω από την επιφάνεια. Οι απαλές νότες του πιάνου χαϊδεύουν οξύληκτα ηλεκτρονικά θραύσματα, ευφυή πνευστά χορεύουν ένα ηδύ adagio σφιχταγκαλιασμένα με τα σύνθια, ενώ η φωνή του Vernon μεταμορφώνεται σε ένα κέντρο βάρους που εκπέμπει με ασυνήθιστη πυγμή. Όσο μάλιστα η συντριπτική πλειονότητα των ομότεχνών του είτε φοβάται το φαλσέτο, είτε προσπαθεί μανιασμένα να πετύχει την απόλυτα τεχνική μετάβαση από τη αντρική στηθική περιοχή στα δυσθεώρητα ύψη των ημίφωνων και υψίφωνων γυναικών, ο Vernon δείχνει να αντιμετωπίζει το εύρος του σαν δύο διαφορετικά όργανα-φορείς διαθέσεων και έκφρασης.
Το βαρύτονο τραγούδισμά του αλυχτά δηλαδή τους διφορούμενους προβληματισμούς του, με τους στίχους να πλέκουν ένα ομιχλώδες αφήγημα, αλλά το γρέζι της φωνής του δεν αφήνει περιθώριο να αμφισβητήσεις αυτό που θέλει να εκφράσει. Στον αντίποδα, το φαλσέτο του αφήνει πίσω (οριστικά, καταπώς φαίνεται) τη μονήρη, καθάρια folk παρρησία του πληγωμένου και αποπροσανατολισμένου δημιουργού του For Emma, Forever Ago, όπως και τις μεγαλεπήβολες, οξυμέριμνες αρμονίες του Bon Iver· και καταλήγει σε μία πολύ πιο ωμή χρήση, με τα διπλά φωνητικά να κάνουν ένα βήμα πίσω απ' τη μοναχικότητα και την ομορφιά, χτίζοντας ένα κατασκεύασμα όλο γωνίες –με πόρτες που ανοίγουν στο κενό, δωμάτια χωρίς ταβάνι και παράθυρα που δείχνουν τοίχους. Σε μία θάλασσα λοιπόν τραγουδοποιών, όπου οι μισοί καταφεύγουν στο φαλσέτο για να ακουστούν λες και απεκδύονται τα προσχήματα και ξεγυμνώνουν την ψυχή τους και οι άλλοι μισοί για να αμφισβητήσουν πολεμικά τις cis αντρικές και macho επιβολές της ευφωνίας, ο Vernon στέκει στο μικροσκοπικό του νησί, άδοντας αιθέρια προστάγματα στο άπειρο.
Παρά πάντως το εξευγενισμένο άκουσμα και τα καλοακονισμένα αντανακλαστικά του Αμερικανού τραγουδοποιού, το i,i δεν ξεφεύγει από τα ιμπρεσιονιστικά κουσούρια που βάραιναν το 22, A Million. Οι λιγοστές στιγμές της απελπιστικά λευκής αμφιβολίας του Vernon πασπαλίζονται έτσι με μία γενναία δόση αφαιρετισμού, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να καλυφθούν ανεπάρκειες. Κάποια επίσης τραγούδια ξεκινούν μεγαλόπνοα, μόνο και μόνο για να ξεψυχήσουν σαν ξεθυμασμένο άρωμα πάνω σε πολυφορεμένα ρούχα. Ακόμα και οι δαιδαλώδεις, ιδιοφυείς σκέψεις του σκοντάφτουν μερικές φορές στους σκοτεινούς δρόμους όπου τις οδηγεί, καταλήγοντας σε μπερδεμένα μισόλογα ενός δημιουργού που έχει περάσει λίγο περισσότερο χρόνο με ντεμέκ προοδευτικούς και «woke» καλλιτέχνες απ' όσο ωφελεί την τέχνη του.
Αλλά ακόμα και με τα ρούχα του σκισμένα από τις κακοτοπιές, ο δίσκος αυτός παραμένει κάτι πραγματικά δυσεύρετο για φλεγόμενους ανθρώπους σαν τον Justin Vernon. Αποτελεί το πόνημα ενός καλλιτέχνη, που, παρότι κρατάει στις τσέπες του τον πλούτο του ρεπερτορίου του, κοιτάζει διαρκώς μπροστά, υποδαυλίζοντας τη φλόγα της τέχνης του με υλικά τα οποία βρίσκει μέσα του.
{youtube}cIVOGOiDYVY{/youtube}