H Weyes Blood (κατά κόσμον Natalie Merling) μας συστήθηκε στις αρχές της δεκαετίας με έναν ψυχεδελικό, goth-folk ήχο, που την έκανε να ακούγεται σαν μακρινό, πιο πράο και φωτεινό ξαδερφάκι της Chelsea Wolfe. Ωστόσο, πρώτα με το EP Cardamom Times (2015) και ύστερα με το άλμπουμ Front Row Seat To Earth (2016), κατάφερε να δημιουργήσει μία πιο ολοκληρωμένη πρόταση, μετατοπίζοντας τη συνθετική της βάση σε ονόματα-ακρογωνιαίους λίθους της pop/rock ιστορίας.
Αλλά, όσο δυνατές κι αν παρουσιάστηκαν οι συνθέσεις της Αμερικανίδας τραγουδοποιού σε εκείνη τη δουλειά, τόσο έντονα έπασχαν και από το σύνδρομο της άγονης ρετρολαγνείας. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τη νέα της δισκογραφική προσπάθεια, όπου το φαινόμενο όχι μόνο δεν υποχωρεί, μα έχει ενταθεί: τα τραγούδια είναι δηλαδή ακόμη πιο καλογραμμένα και οι μελωδίες ακόμα πιο αξιομνημόνευτες, αλλά αντίστοιχα πιο τρανταχτή είναι και η τάση τους να παραδίδονται στο παρελθόν. Στην εποχή της ανεξέλεγκτης αναβίωσης, βέβαια, αρκεί να κρατάς τα αισθητικά προσχήματα ως προς το σήμερα, ώστε να μπορείς να θεωρηθείς τουλάχιστον μεταμοντέρνος. Κάτι, πάντως, που δεν διακρίνεται στο Titanic Rising ούτε με τηλεσκόπιο.
Αν δεν ήξερα λοιπόν την Weyes Blood και έπεφτα πάνω στο τελευταίο της άλμπουμ, θα ορκιζόμουν πως πρόκειται για μία από εκείνες τις περιπτώσεις ανακαλύψεων των ακούραστων εκσκαφέων του διαδικτύου, τύπου Sugar Man ή Lewis –με το άλμπουμ να έχει ηχογραφηθεί στις αρχές των 1970s και να κυκλοφορεί τώρα για πρώτη φορά μέσα από ειδικές δισκογραφικές, όπως λ.χ. τη Light In The Attic. Είναι όμως δίσκος προερχόμενος από έναν άνθρωπο που γεννήθηκε το 1989. Οπότε δεν γίνεται να μη σκέφτομαι τη Merling να γράφει τα κομμάτια της στον υπολογιστή, πνιγμένη σε μία χρονική αυτοεξορία, μέσα στο δωμάτιο του εξωφύλλου.
Πάρτε για παράδειγμα το “Something To Believe”: μοιάζει σαν το ηχητικό αποτέλεσμα ενός ηλεκτρονικού προγράμματος που απομόνωσε και χώρεσε τη φωνή της Carole King, τη μαγική πένα του George Harrison, τη μελαγχολία της Francoise Hardy και το pop ένστικτο του Paul McCartney, μέσα σε μόλις μερικά λεπτά. Το ίδιο συμβαίνει –με διαφορετικά ονόματα της ίδιας εποχής– και στις περισσότερες από τις υπόλοιπες συνθέσεις· γεγονός που προσδίδει στο Titanic Rising την αίσθηση ενός αναπόδραστου αναχρονισμού.
Παρόλα αυτά, θα ήταν μεροληπτικό να αρνηθεί κανείς πως η Natalie Merling ξέρει να γράφει πανέμορφα τραγούδια, με την ουσιαστική έννοια της λέξης. Οι μελωδίες εδώ γεμίζουν την ψυχή, εμπνέουν μεγάλα συναισθήματα, συγκινούν σε βάθος και ξεφεύγουν από την άνοστη ουδετερότητα της πλειονότητας των σημερινών pop/rock κυκλοφοριών.
Η εξόφθαλμα vintage αισθητική κάνει μεν όλα τα κομμάτια να θυμίζουν κάτι πολύ οικείο, στο τέλος όμως δεν μπορείς να τα μπερδέψεις με την παλαιότερη πηγή έμπνευσής τους –πάρτε ως παράδειγμα την ατμοσφαιρική μπαλάντα "Picture Me Better" ή το "Movies", που είναι σαν οι Radiohead να συνεργάστηκαν με τον Brian Eno στις αρχές των 1980s. Τέλος, είναι και οι στίχοι που διαδραματίζουν τον δικό τους ρόλο στη συνολική εντύπωση: το «Everyone’s broken now/And no one knows just how» λ.χ. (από το “Wild Time”), συλλαμβάνει τη συλλογική ψυχοσύνθεση της εποχής, με σπάνια νοηματική πυκνότητα.
Ακόμη και έτσι, όμως, το Titanic Rising δεν αποφεύγει εκείνον τον τεράστιο κουβά δίσκων υπό τον τίτλο «Θα ήταν κλασικό, αν είχε κυκλοφορήσει την τάδε εποχή». Τι κι αν η τέχνη κάνει κύκλους (sic), τι και αν δεν υπάρχει παρθενογένεση στη μουσική (μπανάλ); Η 4η δουλειά της Weyes Blood είναι καταδικασμένη να λειτουργεί μόνο ως καλοδεχούμενο, συμπληρωματικό άκουσμα στους κλασικούς δίσκους στους οποίους παραπέμπει. Θα ξεθωριάσει λοιπόν και δεν θα αντέξει στον χρόνο· με τον ίδιο τρόπο που συμβαίνει και στο συναίσθημα της νοσταλγίας, όταν οι άνθρωποι περνάνε φανταστικά στο παρόν και δεν νοιάζονται για το μακρινό παρελθόν.
{youtube}RFtRq6t3jOo{/youtube}