Πριν από λίγα χρόνια, και για κάποια χρόνια, οι Portico Quartet θεωρούνταν από τα ελπιδοφόρα σχήματα της βρετανικής τζαζ. Και ήταν όντως μια ενδιαφέρουσα περίπτωση μέσα στην προσπάθεια της τζαζ να βρει ερείσματα στον 21ο αιώνα και να γίνει θελκτική σε όσους και όσες δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να αγνοήσουν την επίδραση εταιρειών όπως η Warp ή η Ninja Tune στον σχηματισμό της συγκεκριμένης τάσης της ποπ κουλτούρας.
Κάτι τέτοιο, μάλιστα, οι Portico Quartet το κατάφεραν ήδη με το ντεμπούτο τους Knee-Deep In The North Sea (2007), με το οποίο κέρδισαν και μια υποψηφιότητα για το βραβείο Mercury. Δύο χρόνια αργότερα, έχοντας πια μεταπηδήσει στη Real World Records του Peter Gabriel, εξέδωσαν το Isla και απέδειξαν ότι οι προσδοκίες που γέννησαν δεν ήταν αβάσιμες, παρόλο που η αισθητική τους πρόταση δεν ήταν ακόμα η πιο πρωτότυπη που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί (ήταν εμφανείς, π.χ., οι οφειλές στους Cinematic Orchestra και σ' αυτήν την ατμοσφαιρική neo-jazz που κέρδισε μια κάποια δημοφιλία γύρω στο 2000 στη Βρετανία και αλλού).
Οι Portico Quartet μπήκαν λοιπόν στη 2η δεκαετία του αιώνα ψάχνοντας τρόπο να προβιβαστούν από την εθνική ελπίδων σ' αυτήν των αντρών· ψάχνοντας, δηλαδή, εκείνο το «κάτι» που θα προσέδιδε στον ήχο τους μια ιδιαιτερότητα και θα έβγαζε από τις θετικές κρίσεις τούς όποιους αστερίσκους. Ταυτόχρονα, είχαν να αντιμετωπίσουν και την αποχώρηση του Nick Mulvey, ο οποίος έπαιζε κυρίως hang drum, το όργανο στο οποίο πόνταραν αρκετά για να πετύχουν εκείνη την ιδιαιτερότητα. Ο Keir Vine ήρθε ως αντικαταστάτης, όμως οι 3 εναπομείναντες από την αρχική σύνθεση (Duncan Bellamy, Milo Fitzpatrick και Jack Wyllie) είχαν ήδη προχωρήσει σε έναν πιο ηλεκτρονικό ήχο, με samples, ηλεκτρονικά τύμπανα κλπ. Το τρίτο, ομώνυμο άλμπουμ τους ήρθε το 2012 και, παρότι δεν ήταν στο σύνολό του εντυπωσιακό, κομμάτια όπως τα “Ruins” και “Lacker Boo” έδειξαν ότι είχανε βρει κάτι ουσιαστικό.
Αποφάσισαν έτσι να ακολουθήσουν αυτήν την πιο ηλεκτρονική κατεύθυνση και στο Living Fields (Ninja Tune, 2015), αναγνώριζαν πλέον ως βασικές αναφορές καλλιτέχνες όπως ο Tim Hecker, ο William Basinski ή ο Oneohtrix Point Never. Αλλά η μουσική τους πήρε μια εμφανώς ποπ χροιά, αφήνοντάς τους έκθετους μπροστά στην αμηχανία που μπορεί να προκαλέσει το οξύμωρο της «πειραματικής ποπ». Είχαν επίσης παρατήσει το δεύτερο συνθετικό του ονόματός τους, αφού πλέον δεν ήταν κουαρτέτο, αλλά απλώς Portico. Η στροφή αποδείχτηκε λανθασμένη.
Η επιστροφή στο κουαρτέτο ήταν, επομένως, μια λογική επιλογή και συνοδεύτηκε από ένα αξιόλογο άλμπουμ, το Art Ιn Τhe Age Οf Automation (2017), με το οποίο κι έπιασαν το νήμα από εκεί όπου το είχαν αφήσει το 2012. Βρήκαν μάλιστα και μια πολύ ταιριαστή γι' αυτούς δισκογραφική στέγη στο label του τρομπετίστα Matthew Halsall, την Gondwana Records, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργήσει τη δική της ζεστή γωνιά στο πεδίο της βρετανικής τζαζ.
Κάπου εδώ μπαίνει στη συζήτηση το φετινό Untitled, το οποίο φυσικά μόνο άτιτλο δεν είναι, αφού συνοδεύεται από έναν πολύ κατατοπιστικό υπότιτλο. Πρόκειται λοιπόν για το 2ο μέρος του Art Ιn Τhe Age Οf Automation ή, για τους κακεντρεχείς, για τα κομμάτια εκείνα που δεν κατάφεραν να βρουν θέση στην περσινή, βασική κυκλοφορία. Η αλήθεια είναι κάπου στη μέση, καθώς όντως το AITAOA #2 αντλεί από τις ίδιες ηχογραφήσεις, όμως το περιεχόμενο του δεν είναι τόσο κατώτερο για να δικαιολογείται η ποιοτική διάκριση που υπονοεί η παραπάνω φράση. Κομμάτια όπως το “Unrest” επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο.
Εδώ, οι Portico Quartet φαίνονται διατεθειμένοι να επεκταθούν περισσότερο στις πιο ατμοσφαιρικές διαστάσεις της ούτως ή άλλως ατμοσφαιρικής μουσικής τους (χρησιμοποιούν μάλιστα και κάποια έγχορδα σε 2 από τα 9 κομμάτια). Και υπάρχουν αρκετά σημεία στα οποία καταφέρνουν να μεταδώσουν έναν τέτοιο μετεωρισμό, όπως π.χ. στο “Celestial Wife” ή στις πολύ κοσμικές γραμμές στο σοπράνο σαξόφωνο του Wyllie στο “View From A Satellite”. Από την άλλη, η ίδια ακριβώς τάση μπορεί να κάνει τη μουσική τους λιγάκι πλαδαρή και τους τέσσερις να αφοσιώνονται (σε στιγμές αποκλειστικά) σε μία ατμόσφαιρα η οποία δεν έχει τελικά τη λυρική δυναμική που οι ίδιοι υποθέτουν μάλλον ότι έχει.
Στο ερώτημα, τώρα, αν με τα δύο μέρη του Art Ιn Τhe Age Οf Automation οι Portico Quartet βρήκαν εκείνη την πρωτοτυπία που φαινόταν ότι έψαχναν, η απάντησή μου είναι μάλλον αρνητική. Νομίζω πως θα έπρεπε να γίνουν λίγο πιο τολμηροί για κάτι τέτοιο. Μου αφήνουν συχνά την αίσθηση (και στα δύο μέρη του AITAOA) ότι προσπαθούν να επαναλάβουν τις καλύτερες ιδέες τους (τα “Ruins” και “Lacker Boo” που προαναφέραμε έχουν γίνει κάτι σαν εγχειρίδια χρήσης), αντί ίσως να τις αμφισβητήσουν ή να τις προεκτείνουν (ή να τις προεκτείνουν αμφισβητώντας τις). Χρειάζεται, με άλλα λόγια, ο καλλιτέχνης να υπονομεύει και λίγο τον εαυτό του και οι συνθέσεις των Portico Quartet συνήθως προτιμούν τον ομαλότερο από τους πιθανούς δρόμους.
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι έπαψαν να φτιάχνουν ενδιαφέρουσα μουσική. Όπως δεν σημαίνει ότι η δημιουργική περίοδος που αποτυπώνει αυτό το δεύτερο μέρος του Art Ιn Τhe Age Οf Automation (το οποίο έρχεται ως ένα χρήσιμο συμπλήρωμα του πρώτου, όχι ως το υπόλειμμά του) δεν ήταν όντως αρκετά γόνιμη. Η επιστροφή τους στη μορφή του κουαρτέτου επανέφερε την τζαζ στο δημιουργικό τους αισθητήριο, έστω κι αν πλέον λειτουργεί περίπου ως μια γονιδιακή ανάμνηση, παρά ως μία ευθεία αναφορά. Κι αυτό δίνει στη μουσική τους ένα κάποιο τρέμολο και κάποιες διεξόδους που σίγουρα έλειψαν στο πείραμα του Living Fields.
{youtube}is8_H7HLjZo{/youtube}