Η απόφαση για οριστική διακοπή πάσας μουσικής δραστηριότητας πάνω σε περίοδο καλλιτεχνικής ακμής, είναι φορτισμένη νοηματικά επιλογή και πρόκειται, κατά μία έννοια, για μεταστοιχείωση του «live fast, die young» σλόγκαν. Ακολουθώντας μια τέτοια λογική, οι Panphage –το προσωπικό δηλαδή σχήμα του Σουηδού Fjällbrandt– κυκλοφόρησαν στην αρχή του έτους τον 3ο τους ολοκληρωμένο δίσκο, ο οποίος είναι και το κύκνειο άσμα της μπάντας.
Ο Fjällbrandt πρόλαβε να κάνει ικανό ντόρο στο underground τα τελευταία 3 χρόνια, τόσο με τους 2 πρώτους δίσκους, όσο και με την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τις πολυπληθείς demo κυκλοφορίες του. Θεώρησε όμως πως δημιούργησε ό,τι μπορούσε με το σχήμα του. Βλέποντας πιθανότατα με φόβο τα φάσματα της παρακμής και του αναμασήματος να του γνέφουν από το μέλλον, αποφάσισε έτσι να κλείσει αυτό το κεφάλαιο, δίχως να καταγράψει στραβοπατήματα στο ενεργητικό του.
Παραμένοντας αυστηρά σε στούντιο μονοπάτια, μακριά από ζωντανές εμφανίσεις και ζωηρά επικοινωνιακά προφίλ, το συγκρότημα προκάλεσε ενθουσιασμό με την εμμονή του σε folk black metal φόρμες ριζωμένες στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990. Εντός του μαυρομεταλλικού οικοδομήματος υπάρχουν βλέπετε λογής-λογής δίπολα. Ταγμένοι σε εκείνο το μελωδικό παρακλάδι που δίνει μεγάλη βάση στην κιθαριστική ευελιξία και αεικινησία, οι Panphage έχτισαν έναν προσωπικό ήχο, που αναδύει φυσιολατρία και ρομαντισμό και στέκεται απέναντι σε συνθετικές μονολιθικότητες.
Αυτό είναι που συνεχίζουν να κάνουν και στο Jord: ουσιωδώς μελωδικό black metal με σκανδιναβική ταυτότητα και στοχευμένη βάση στα κιθαριστικά leads· με θέματα που στη βάση τους είναι επιμεταλλωμένες παραδοσιακές μελωδίες, οι οποίες ακούγονται διαχρονικές, εναρμονισμένες στη φόρμα των Panphage και (το σημαντικότερο) διόλου παρωχημένες. Σε δεύτερη μοίρα έρχονται τα φωνητικά –έχουμε για πρώτη φορά και γυναικεία– τα οποία σκάβουν σαν μετρημένο υνί το ηχοτοπίο, καθώς και τα πλήκτρα, που αρμενίζουν σαν ποικιλόχρωμα ουράνια σώματα πάνω στον αιθέρα του δίσκου.
Εδώ υπάρχει λοιπόν μια σχεδόν κινηματογραφική, νατουραλιστική φλέβα, η οποία κορυφώνεται στη βιολιστική λογική με την οποία παίζονται κάποια riffs (όπως στο κορυφαίο “Den Tyste Åsen”). Οι Panphage ζωγραφίζουν πάνω στον ιμπρεσιονιστικό καμβά τους με μια χρωματική παλέτα ρομαντικών καταβολών. Και, παρά την κυριαρχία της ατμόσφαιρας, δεν λείπουν τα σημεία που προσφέρονται για κοπάνημα, ιδίως στα μετρημένα ρυθμικά σπασίματα δίχως κιθάρα. Οι διδαχές του Nattestid Ser Porten Vid των Taake (1999), του Bergtatt των Ulver (1995) και των 2 πρώτων δίσκων των Kampfar, βρίσκουν εδώ εύφορο έδαφος.
Οι Panphage θα μείνουν λοιπόν στη μνήμη μου ως μια αψεγάδιαστη μπάντα, ο κομήτης της οποίας εμφανίστηκε στο μαυρομεταλλικό στερέωμα, έλαμψε και εξαφανίστηκε πανέμορφα και διακριτικά. Το Jord είναι ένα ονειρικό κύκνειο άσμα, αντάξιο ολόκληρης της πορείας τους. Μουσική βγαλμένη από κελαρυστά ρυάκια και ομιχλώδεις βουνοκορφές της Σουηδίας.
{youtube}K5eb5z08SnM{/youtube}