Η κυκλοφορία του 19ου δίσκου των Eloy πρέπει να συγκαταλέγεται στα πιο uncool γεγονότα του 2017 για τους ταγούς της μουσικής ενημέρωσης των ημερών μας, αλλά μια συμπαγής μερίδα κοινού εξακολουθεί και παραμένει φανατικά αφοσιωμένη στο γερμανικό σχήμα, εδώ και περίπου μισό αιώνα (πια). Δυστυχώς, το The Vision, The Sword And The Pyre Part I αποδεικνύεται δουλειά που προδίδει αυτήν τη σταθερή ψήφο εμπιστοσύνης.

Οι Eloy ξεμακραίνουν εδώ αναίτια από την ασφάλεια την οποία παρείχε όχι μόνο το προ 8ετίας Visionary, μα και όλοι οι συντηρητικοί δίσκοι που έβγαλαν από όταν ο «αρχηγός» Frank Bornemann επανένωσε το σχήμα (1988), παρέα με τον κιμπορντίστα Michael Gerlach. Έστω δηλαδή κι αν αρκέστηκαν κι εκείνοι να μηρυκάζουν ό,τι λειτούργησε κάποτε στα νιάτα τους, αδιαφορώντας για το κατά πόσο είχε πλέον γίνει μια μανιέρα με περίσσια νοσταλγική ισχύ, εύκολα έβγαινε χαμένος όποιος υποτιμούσε τη «διαστημική» χροιά των πλήκτρων τους ή την άνεση του Bornemann να συνεισφέρει εμπνευσμένα riffs και λυρικά κιθαριστικά σόλο.

Οι αρετές βέβαια αυτές, δεν έχουν εκλείψει. Οπωσδήποτε όμως σκονίζονται και θαμπώνουν έτσι όπως τρέχουν να προλάβουν το άρμα ενός μεγαλεπήβολου concept album γύρω από τη Ζαν Ντ' Αρκ, με την οποία έχει κάποιο κόλλημα ο Bornemann. Κάποια riffs εδώ, μερικές μελωδίες εκεί, ορισμένες συγκρατημένες ηλεκτρονικές ανησυχίες κρατούν τους Eloy αναγνωρίσιμους, έστω κι αν επί της ουσίας μιλάμε για απόνερα δίσκων σαν το Performance (1983) ή το Metromania (1984). Όμως το The Vision, The Sword And The Pyre Part I επιδιώκει την ίδια στιγμή συμφωνικές αρετές ή ρέπει προς τη ροκ όπερα, χωρίς να υπάρχουν πράγματι τα φόντα για τέτοιες περιπέτειες. Ως αποτέλεσμα, η μπάντα πνίγεται μέσα στις φιλοδοξίες της.

Καλώς ή κακώς, η συμφωνική διάσταση της λόγιας μουσικής ή η οπερατική παράμετρος ανήκουν σε έναν κόσμο με συμπαγείς κώδικες. Το progressive rock, βέβαια, επιδίωξε να συμφιλιώσει τις ηλεκτρικές κατακτήσεις του 20ου αιώνα με αυτήν την παρακαταθήκη και οι Eloy είναι μουσικοί που το υπηρέτησαν επάξια το συγκεκριμένο όραμα, έστω κι αν έμειναν τελικά έξω από τα «σαλόνια», για μια σειρά λόγων άσχετων με τους δίσκους τους: ήταν λ.χ. Γερμανοί, αλλά –τι κρίμα– δεν έπαιζαν kraut· η απαξίωση έγινε σταθερός συνοδός ήδη από τα πρώτα βήματα («οι Pink Floyd του φτωχού», αργότερα «οι Yes του φτωχού»), ενώ όταν έβγαλαν τα αντικειμενικά καλύτερα άλμπουμ τους (σαν το επιβλητικό Ocean του 1977) είχαμε punk, και τέτοιες μπάντες αντιπροσώπευαν τον Ωξαποδώ. Στα δε 1980s άλλαξε τελείως το κόλπο κι έτσι κανείς δεν ασχολήθηκε με το soundtrack για την ταινία Codename Wildgeese του Antonio Margheriti (1984, με Lee Van Cleef και Klaus Kinski).

Αυτό λοιπόν που όφειλαν να γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα, είναι πως τέτοιους κώδικες ή τους υπηρετείς, ή τους αφήνεις στην ησυχία τους. Δεν γίνεται δηλαδή να κουβαλάς χορωδίες και παιδικές χορωδίες, να επιδιώκεις συμφωνικά πλήκτρα, να βάζεις εμβόλιμες αφηγήσεις και να προσλαμβάνεις μέχρι και τραγουδίστρια (την Καναδέζα Alice Merton) για να αποδώσει την Ιωάννα της Λωραίνης και εν τέλει να μένεις τόσο αφόρητα προσκολλημένος στα κλισέ. Κι όμως, απ' άκρη σ' άκρη στον δίσκο οι «ατμόσφαιρες» είναι επίπεδες, ο δυναμισμός συγχέεται διαρκώς με το ψευδο-γκραντιόζε, οι πρόζες είναι απαράδεκτα κρύες και τα τραγούδια κάτω του μετρίου, τόσο σε μουσικές ιδέες, όσο και ως προς τις ενορχηστρώσεις (τα φλάουτα είναι χάλια), μα και ως προς το στιχουργικό περιεχόμενο. Η ιστορία της Ζαν Ντ' Αρκ με φόντο τον Εκατονταετή Πόλεμο παραμένει αναγνωρίσιμη, μα πουθενά δεν φωτίζεται πέρα από ένα αδρό περίγραμμα, του είδους που ο αδαής θα έβρισκε και μ' ένα πρόχειρο Google search.

Με μία λέξη, το όλο αποτέλεσμα καταντάει φτηνό. Ο Ulf Kubanke έγραψε πως, έτσι και άκουγε η Ζαν Ντ' Αρκ αυτόν τον δίσκο, θα έπεφτε μόνη της στην πυρά που της άναψαν οι Άγγλοι. Ο σεβασμός μου στο παρελθόν των Γερμανών και η αγάπη που έχω για ορισμένους από τους δίσκους της νεότητάς τους, με κάνουν να θέλω να τον αμφισβητήσω.

Αλλά δεν μπορώ.

{youtube}bRm8T-IZ0Pk{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured