Αν τα βάλουμε κάτω ψύχραιμα και πέρα από συναισθηματικές εκρήξεις, οι Mastodon δεν έχουν βγάλει ποτέ κακό δίσκο. Δεν θα μπορούσε λοιπόν να συμβεί ούτε και τώρα. Αν όμως επιτρέψουμε στο συναίσθημα να πει κι αυτό τα δικά του, τότε μπορεί ν' ακουστεί και κανά «γαλλικό». Γιατί; Γιατί τα τελευταία χρόνια το τραβάνε σταθερά το σκοινί οι Αμερικανοί κατά μίας τουλάχιστον μερίδας φίλων τους, εκείνης που τους «έχτισε»· αν όχι από το πρωτόλειο Remission (2002), τότε σίγουρα με το Leviathan (2004).
Πάντως, όπου κι αν στέκεσαι, μερικά πράγματα δεν χωράνε συζήτηση. Μόνο ένας πραγματικά άσχετος ή φουλ εμπαθής, ας πούμε, δεν θα παραδεχόταν την απίστευτη αρτιπαιξία αυτής της μπάντας, την πώρωση που τρέχει από τις κιθαριές τους, την (επί τόσα χρόνια) συνθετική άνεση με τον παράγοντα μελωδία, το πόσο φροντίζουν τον ήχο τους, τα βίαια ξεσπάσματα του Trey Sanders στο μικρόφωνο –τουλάχιστον στη στούντιο έκφανσή τους, γιατί στο ζωντανό τα αποτελέσματα έχουν συχνά κριθεί απογοητευτικά (το έχουμε διαπιστώσει και στην Ελλάδα).
Όλα αυτά, λοιπόν, είναι εδώ. Και όλα χτίζουν κομματάκι-κομματάκι ένα ακόμα concept, το οποίο έξυπνα απηχεί κάτι από τον μεγαλεπήβολο fantasy κόσμο του παλιού metal: Αυτοκράτορες της Άμμου, κατάρες ισχυρών Σουλτάνων, αρχαία Βασίλεια, στήνουν το σκηνικό για τις περιπέτειες ενός μοναχικού εξερευνητή, τον οποίον τρώνε διάφορα ζητήματα περί θνητότητας.
Στην κονσόλα, μάλιστα, κάθεται ξανά ο Brendan O’Brien –o παραγωγός δηλαδή που βοήθησε τους Mastodon να Crack The Skye πίσω στο 2009. Σε πιάνει από τα μούτρα στην έναρξη το "Sultan's Curse" (και σ' αρέσει)· υποκλίνεσαι στην εύστροφη μελωδία του "Show Yourself" και ξέρεις ότι καμία άλλη σκληρή μπάντα του σήμερα δεν θα μπορούσε να γίνει αναλόγως ραδιοφωνική· και ναι, τα πλήκτρα στο "Clandestiny" είναι για βραβείο ενορχήστρωσης. Πολλά πάντως από όσα ηχούν ωραία είναι αποτέλεσμα ενός τρικ, καθώς ο O'Brien βοηθά το γκρουπ να ανακατέψει το Crack The Skye με το Once More 'Round The Sun (2014): κρύβουν έτσι επιμελώς ότι τα έχεις ξανακούσει, ότι τα Μαστόδοντα γύρισαν με ήδη χρησιμοποιημένες ιδέες. Δεν είναι κι έγκλημα, βέβαια.
Εδώ ας ανοίξουμε μια παρένθεση για να χωρέσουμε το φρέσκο ΕΡ Cold Dark Place, καθώς δεν υπάρχει κάτι περισσότερο (ή λιγότερο) να ειπωθεί, πέρα από την επισήμανση ότι τα 3 από τα 4 κομμάτια του προέκυψαν –στην πρώτη τουλάχιστον μορφή τους– κατά τα sessions ηχογράφησης του Once More 'Round Τhe Sun. Πράγμα που το καθιστά γέφυρα, η οποία θα έπρεπε μάλλον να ακουστεί μεταξύ αυτού και του Emperor Of Sand. Τα όσα είπε τώρα ο Brent Hinds στο Loudwire για συνθέσεις που κάτι φέρνουν σε Bee Gees, αγνοήστε τα.
Την ίδια στιγμή, οι Mastodon παραμένουν το κατ' εξοχήν παράδειγμα του αμαλγάματος εκείνου που αποκαλέσαμε «σύγχρονο σκληρό ήχο», ως η μπάντα η οποία έκανε αυτόν τον ανήσυχο, underground κόσμο που ανδρώθηκε στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα στις παρυφές της heavy metal αισθητικής να εκτοξευτεί στο mainstream.
Αλλά, ενώ όλα τούτα τους καθιστούν σταθερό σημείο αναφοράς στον μουσικό χάρτη των ημερών μας, έχουν γίνει και με έναν τρόπο που εμπεριείχε κάμποσες στρατηγικές υποχωρήσεις: στον ήχο, στα φωνητικά, στο πόσο λειάνθηκαν ορισμένες «γωνίες» και πάνω από όλα στο γεγονός ότι, παρά τον θρίαμβό τους στα charts, οι Αμερικανοί δεν κατάφεραν να συσπειρώσουν γύρω τους μια κοινότητα. Αντιθέτως, ξεκινώντας με το The Hunter (2011) και συνεχίζοντας με το Once More 'Round The Sun (2014), φάνηκε να βολεύονται στην τοποθέτησή τους σε ένα ράφι του σύγχρονου indie/alternative/hipster σούπερ μάρκετ, ως το άλλοθι για όσους φλώρους θέλουν να το παίξουν και λίγο σκληρά αγόρια.
Με δεδομένο λοιπόν ότι το Emperor Of Sand πλέει κι αυτό στην ίδια γραμμή, δεν θέλει και πολύ να έρθει η έκρηξη –τουλάχιστον στην πλευρά όσων από μας δεν αντιλαμβανόμαστε τα σύγχρονα σκληρά ακούσματα με την Pitchfork metal προσέγγιση. Όσο δηλαδή αδυνατώ να καταδικάσω τον νέο δίσκο των Mastodon, άλλο τόσο αδυνατώ και να ενδιαφερθώ πραγματικά για κάτι που καταλήγει να ακούγεται σαν μια επιμεταλλωμένη εκδοχή των Soundgarden (ή των Pearl Jam, των Stone Temple Pilots κτλ.) διακτινισμένη στο ηχητικό σήμερα. Τι απέγινε η μπάντα του Leviathan και του Blood Mountain; Εξελίχθηκε; Ή εν τέλει κατάντησε και λίγο;
Εμένα λοιπόν ας μου επιτρέψετε να πω ότι κατάντησε.
Ότι εκείνη η βρωμοθραψαλιάρικη μυρωδιά που αλώνισε αλήτικα στα ρουθούνια μας με το Leviathan χάθηκε, κόσμια κρυμμένη κάτω από ακριβές κολόνιες. Και ότι, τέλος πάντων, όσοι δεν κατανοούν γιατί heavy metal ήταν/είναι οι Judas Priest, ε, ας μας κάνουν τη χάρη να παίζουν για το κοινό των Black Rebel Motorcycle Club.
{youtube}gUGda7GdZPQ{/youtube}